Ὁ μακάριος οὖτος ἐδιώχθη ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων τοῦ Φαναρίου διὰ τὴν ἀγάπην καὶ προσήλωσίν του εἰς τὰς ἱερὰς Παραδόσεις τῆς Ὀρθοδοξίας. Τελικῶς ὃμως ἡ ἀλήθεια ἐθριάμβευσε καὶ πάλιν καὶ οἱ ἀγῶνες του ἐδικαιώθησαν καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἐδόξασε διὰ τοῦ στεφάνου τῆς ἁγιότητος. Ἐσχάτως ἐκυκλοφορήθη τὸ ἀνέκδοτον ἔργον του: «Δήλωσις τῆς ἐν τῶ ἁγίῳ Ὄρει ταραχῶν ἀληθείας», ὄπου μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἀναφερόμενος εἰς τὴν φύσιν καὶ τὸ ἔργον τῶν Συνόδων, γράφει:
«Ὀρθόδοξος σύνοδος ἐστὶ καὶ ὀνομάζεται, ἡ φυλάττουσα ἀπαρασαλεύτως τὰ δόγματα καὶ τὰς παραδόσεις καὶ τοὺς Κανόνας τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Κακόδοξος δὲ καὶ αἱρετικὴ ἐστὶ ἐκ τοῦ ἐναντίου, ἡ μὴ φυλάττουσα αὐτά, ἀλλὰ τινὸς ἑνὸς φρονήματος ἀκολουθοῦσα, ἥτις διὰ ταῦτα καὶ ὑπὸ τῆς ἁγίας οἰκουμενικῆς συνόδου ἀναθέματι καθυποβάλλεται. Λοιπὸν δὲν εἶναι πάντοτε σεπτὸν καὶ τίμιον τὸ τῆς Συνόδου ὄνομα. Ἀλλ' ἐκείνη μὲν εἶναι σεπτὴ καὶ τιμία καὶ ἁγία σύνοδος, ἡ στοιχοῦσα τοῖς τε ἐγγράφοις καὶ ἀγράφοις παραδεδομένοις, ὑπὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τῆς τοιαύτης συνόδου κατὰ χρέος τὰς ἀποφάσεις δεχόμεθα καὶ φυλάττομεν, τῶν δὲ ἀλλοτρίων τὴν φωνήν, οὔτε γινώσκομεν, οὔτε πειθόμεθα αὐτῆ. Δυνάμεθα ἐνταῦθα ν' ἀπαριθμήσωμεν πολλὰς τοιαύτας κακοδόξους συνόδους. Ἀλλ' ἵνα μὴ χρονοτριβῶμεν περιττῶς, ἄς ἴδῃ ὁ ἀναγνώστης τὸν Β' τόμον τῶν Συνοδικῶν καὶ θέλει εὕρει αὐτάς, ὅπου καὶ ρητῶς ληστρικαὶ ἐπιγράφονται. Καὶ τὸ χειρότερον ὅπου ὄχι μόνον τοπικαὶ καὶ ὀλιγάριθμοι ἐστάθησαν τοιαῦται, ἀλλὰ καὶ οἰκουμενικαὶ πολυάριθμοι, οἵα ἡ ἐν Ἐφέσῳ τὸ δεύτερον, ἡ συμφρονήσασα τῶ μονοφυσίτῃ Εὐτυχεῖ, καὶ τὸν εὐσεβέστατον καὶ ἁγιώτατον Φλαβιανὸν τὸν Κων/ λεως ἀποκτείνουσα· μετὰ ταύτην ἡ ἐπὶ Κοπρωνύμου πολυαριθμοτάτη, ἡ φριάξασα κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων· ὁμοίως καὶ ἐπὶ Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος οἰκουμενικὴ ὀνομασθεῖσα παρανομωτάτη δὲ ἀναφανεῖσα, ὡς καθελοῦσα καὶ ἀναθεματίσασα τὸν ἁγιώτατον Φώτιον. Περιττὸν δὲ εἶναι v' ἀναφέρω τὸ ἐν Φλωρεντίᾳ οἰκουμενικὸν μέν, λῃστρικώτατον δὲ συνέδριον. Λοιπὸν πάλιν λέγομεν δὲν εἶναι ἀείποτε σεπτὸν καὶ τίμιον τὸ τῆς συνόδου ὄνομα, καθὼς οὐδὲ τὸ τῆς Ἐκκλησίας, καθ' ὅτι ἔστι μὲν Ἐκκλησία ἁγίων καὶ Ἐκκλησία ὁσίων, ἀλλά ἔστι κατὰ τὸν ψαλμὸν καὶ ἐκκλησία πονηρευομένων. Αἱ φωναὶ λοιπὸν ἤτοι τὰ ὀνόματα οὕτως ἔχουσιν· ἤτοι καὶ ἐπὶ καλοῦ καὶ ἐπὶ κακοῦ. Καὶ ἐπὶ κακοῦ μὲν λαμβάνονται καθὼς διὰ τῶν παραδειγμάτων ἐδείξαμεν. Ἀλλ' οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ἤτοι οἱ ἀπαίδευτοι, οὐ δύνανται ποιῆσαι τὴν διάκρισιν ταύτην ἐκ τῆς ἀμαθείας αὐτῶν. Ἀλλὰ σύνοδον ἤκουσαν, τόσο φθάνει· εὐθὺς προσκυνοῦσι καὶ πείθονται καὶ μὲ ζῆλον ἄκρατον τὰ πάντα θορυβοῦσι καὶ ταράττουσι. Περὶ τῶν τοιούτων ὁ θεῖος Ἀπόστολος ὁμολογεῖ, πῶς ἔχουσι ζῆλον Θεοῦ, ἀλλ' οὐ κατ' ἐπίγνώσιν»¹.
Τὶς ἀνωτέρω ἀλήθειες τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου διεκήρυξαν βεβαίως διὰ μέσου τῶν αἰώνων πολλοὶ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἀγωνιζόμενοι ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας ὑπέστησαν ποικίλους διωγμοὺς ἀπὸ διαφόρους «ψευδεπισκόπους».
Ἰδιαιτέρως μάλιστα μετὰ τὴν ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν τοῦ 1924 εἶδον τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος ὡραιόταται μελέται ποὺ ὰναφέρονται ἐν πλάτει εἰς τὰς «χρυσᾶς ἡμέρας» τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀνθοῦσε ἡ ὁμολογία τῶν πιστῶν τέκνων της. Πρὸ ἑβδομάδων, ὁ νεοημερολογίτης ἱερομόναχος π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς ἐδημοσίευσε ὡραιοτάτην μελέτην ὑπὸ τὸν τίτλον «Σχέσεις ἐπισκόπου μὲ τὴν Σύνοδον καὶ ἐπισκόπου μὲ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ»², τῆς ὁποίας ἀναδημοσιεύομεν μέγα μέρος, λόγῳ τῆς ἐπικαιρότητος ποὺ παρουσιάζει. Ἐὰν τὰ ἀνωτέρω κείμενα ἀκολουθήση ἡ συνέπεια, ἡ συμφωνία δηλαδὴ λόγου καὶ πράξεως, τότε ὑπάρχουν πολλὲς ἐλπίδες νὰ δῆ καλλίτερες ἡμέρες ἡ Ἑλλαδικὴ Ὀρθοδοξία.
«Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ποτὲ δὲν ἦταν τόσο ἀπληροφόρητος, ἀνενημέρωτος, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ τόσο ἀδιάφορος ὁ λαός μας, ὅσο στὶς ἡμέρες μας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ποτὲ δὲν εἶχαν χρησιμοποιηθῆ τόσο ὕπουλοι τρόποι καὶ τόσο ἄτιμα μέσα γιὰ νὰ μείνη στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνοίας ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅμως ἐξ ἴσου ἀλήθεια ὅτι βολεύτηκαν οἱ ἄνθρωποι πίσω ἀπὀ τὶς ἁμαρτίες τῶν ποιμένων, γιὰ νὰ καλύψουν τὰ δικά τους πάθη. Ἔτσι ἔφτασε ἡ ποιότητα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ ἔσχατο ὅριο, εἰς τρόπον ὥστε μεγάλες προδοσίες στὴν πίστη νὰ λογίζωνται, κατὰ τὸ δὴ λεγόμενον, ὡς ψύλλου πήδημα. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι νὰ σχηματισθῆ λάθος γνώμη γιὰ σοβαρότατα θέματα πίστεως καὶ ζωῆς καὶ νὰ ὁδηγῆται ἔτσι ἡ Ἐκκλησία στὸν δυτικοῦ τύπου ἐξωτερικό χριστιανισμὸ καὶ στὴν ἐσωτερικὴ ἀτομικὴ ἀποκέντρωση.
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ καταλάβουν οἱ Οἰκουμενισταὶ Ἐπίσκοποι, αὐτὸ που λέγει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: «Μὴ θῶμεν σκάνδαλον τῆ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἤτις καὶ ἐν τρισὶν Ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατὰ τοὺς ἁγίους» (P.G. 99, 1049Β). Βλέπετε οἱ ἅγιοι ἀπεμάκρυναν τὴν Ἐκκλησία ὰπὸ τὰ δεσποτικὰ γραφεῖα καὶ τὴν τοποθέτησαν στὸν Ὀρθόδοξο λαὸ πρὸς μεγάλη λύπη τῶν Δεσποτάδων. Χαρακτηριστικὰ εἶναι καὶ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «Οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί». Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅλοι αὐτοὶ οἱ Οἰκουμενισταὶ Ἐπίσκοποι, οἱ διαστρέψαντες τὴν Παράδοση καὶ ἐναγκαλιζόμενοι τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὑπογράφοντες αἱρετικὲς καὶ δαιμονικὲς συμφωνίες μὲ τὶς διάφορες αἱρέσεις καὶ δεχόμενοι τοὺς παρανόμους νόμους τῶν πολιτικάντηδων; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ ποὺ δὲν τά χαλᾶνε μὲ κανένα καὶ ἀφορίζουν μόνο αὐτούς, ποὺ δὲν κάνουν ὑπακοὴ στὰ παράνομα θελήματά των;
Ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ μὲ τὶς μῖτρες καὶ τὶς πατερίτσες κατάλαβαν λάθος τὸν ρὸλο τους. Κατάλαβαν ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ὁ ἀφέντης, ὁ Σουλτάνος, ὁ στρατηγός. Αὐτὸς ποὺ τὸν προσκυνοῦν ἐδαφιαίως, αὐτὸς ποὺ τὸν θυμιάζουν ἐννέα φορές, ἐνῶ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ τὴν θυμιάζουν τρεῖς φορές, αὐτὸς πού τόν ντύνουν στήν Έκκλησία οί ύπηρέτες, αύτός ποὺ δὲν δίνει λογαριασμὸ σὲ κανένα, αὐτὸς ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἔδωσε μία μπαστούνα στὸ χέρι, γιὰ νὰ τὴν κτυπᾶ στὰ κεφάλια τῶν μικρῶν καὶ ὅσων δὲν τοῦ κάνουν ὑπακοὴ καὶ ὄχι στὰ κεφάλια τῶν μεγάλων καὶ τῶν σκοτεινῶν. Κατάλαβαν ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ δόξα καὶ φαντασία, ποὺ βλέπουμε στὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ φήμη καὶ τὰ πολυχρόνια, τὰ χρυσᾶ ντυσίματα καὶ τὰ κουδουνάκια, τὸ νὰ κάθονται ἐπὶ θρόνων ὑψηλῶν καὶ ἐπηρμένων καὶ νὰ βλέπουν τοὺς ἄλλους ἀφ' ὑψηλοῦ καὶ διέστρεψαν σύμφωνα μὲ τὰ πάθη των τὸ νόημα ὅλων αὐτῶν τῶν ἐξωτερικῶν τύπων καὶ πίστεψαν ὅτι αὐτὰ ἀφοροῦν ὅλους τοὺς Ἐπισκόπους καὶ ὄχι αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἀκριβεῖς τύποι τοῦ Χριστοῦ, ἀπαθεῖς καὶ ἅγιοι (πῶς ἀλλοιῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ βλαφθῆ κανεὶς ἀπὸ ὅλα αὐτά;). Δὲν κατάλαβαν ὅτι ἡ τιμὴ αὐτὴ ἀναφέρεται στὸν Χριστὸ καὶ ὄχι σ' αὐτούς, διότι ἡ χάρις τῆς ἱερωσύνης, ποὺ τοὺς ἔδωσε αὐτὴ τὴν ἀξία, εἶναι τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς τὴν ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Χριστὸς στὸ πρόσωπό των καὶ ὄχι νὰ σφετερίζονται ξένη δόξα καὶ ξένη ἐξουσία.
Ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς σκέφθηκε ποτὲ νὰ δώση λογαριασμὸ στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, στὸ ποίμνιό του, γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ κάνει καὶ εἰδικά, ὅταν εὑρίσκεται στὰ συνέδρια μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὸ τί εἶπε καὶ τί ὑπέγραψε καὶ νὰ δῆ, ἂν συμφωνεῖ μὲ αὐτὰ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, διότι τότε μόνο μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ ὅτι ἐξεπροσώπησε τὴν Ἐκκλησία στὰ διάφορα συνέδρια καὶ ὄχι τὸν ἑαυτόν του. Ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς ἔδωσε ποτὲ λογαριασμὸ στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὰ περιουσιακά του στοιχεῖα, σύμφωνα μὲ τὸν τεσσαρακοστὸ κανόνα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἢ τί μισθὸν παίρνει καὶ ποῦ τὸν διαθέτει ἢ ποῖα τὰ ἔσοδα τῆς Μητροπόλεως καὶ ποῦ διατίθενται. Ποῖος Ἐπίσκοπος ἐνημέρωσε τὸ ποίμνιό του γιὰ τὶς ἀποφάσεις τοῦ Μητροπολιτικοῦ συμβουλίου ἢ τοῦ Ἐπισκοπικοῦ δικαστηρίου, τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ φόβητρο γιὰ ὅσους ἱερεῖς σκεφθοῦν νὰ βαδίσουν ἀντίθετα στὸ κατεστημένο. Ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς ζήτησε τὴν γνώμη τοῦ λαοῦ γιὰ κάθε χειροτονία ποὺ κάνει, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἠθικὴ καὶ τὴν πίστη τοῦ ὑποψηφίου ἱερέως. Ἂν βέβαια σὲ ὅλα αὐτά ὑπάρχει κάποια ἐξαίρεσις κάποιου Ἐπισκόπου μὲ φόβο Θεοῦ, αὐτὸ δὲν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιβεβαιώνη τὸν γενικὸ κανόνα.
Ὅποιος λοιπὸν δὲν ἔχει αὐτὰ τὰ γνωρίσματα εἶναι μόνο κατ' ὄνομα Ἐπίσκοπος καὶ κατ' οὐσίαν ἐπίορκος· κατ' ὄνομα ποιμὴν καὶ κατ' οὐσίαν λύκος· κατ' ὄνομα πατέρας καὶ κατ' οὐσίαν ληστής· κατ' ὄνομα διάδοχος τῶν Ἀποστόλων καὶ κατ' οὐσίαν διάδοχος τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐργάστηκαν στὸ πλευρὸ τοῦ διαβόλου διὰ μέσου τῶν αἰώνων μὲ σκοπὸ τὴν ἐξαφάνιση τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἡ σύνοδος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τέτοιους ἐπισκόπους καὶ φέρεται ὑπ' αὐτοῦ τοῦ πνεύματος, εἶναι σύνοδος κατ' εὐφημισμόν, σύνοδος πλανεμένων, σύνοδος ληστρική.
Οἱ πατέρες καὶ ἡ Παράδοση ξεχώρισαν τὰ πράγματα καὶ τὶς δύο αὐτὲς ἀντίνομες καταστάσεις τῶν Ἐπισκόπων. Καὶ εἶπαν γιὰ μὲν τὸν καλὸ Ἐπίσκοπο καὶ ἀληθινὸ ποιμένα, αὐτὸν ποὺ εἶναι φορεὺς τῆς Παραδόσεως καὶ τῶν θεσμῶν τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ λαὸς νὰ κάνη ἀπόλυτη ὑπακοὴ ὡς εἰς Χριστόν, καὶ νὰ τὸν ὑπερασπίζη καὶ νὰ τὸν προστατεύη θυσιάζοντας ἀκόμη καὶ τὴν ζωή του. Γιὰ δὲ τὸν κακὸ Ἐπίσκοπο καὶ ποιμένα, αὐτὸν ποὺ τὸν ἐξέλεξε κάποια σύνοδος ἐρήμην τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, αὐτὸν ποὺ προσπαθεῖ νὰ καταλάβη τὸν θρόνο μὲ τὴν βοήθεια καὶ προστασία τῆς πολιτείας, αὐτὸν ποὺ βάζει τὰ ΜΑΤ νὰ στείλουν στὸ νοσοκομεῖο καὶ στὴ φυλακὴ τὰ ὑποτιθέμενα παιδιά του, αὐτὸν ποὺ συμφωνεῖ μὲ τὶς παρανομίες τῶν μεγάλων καὶ ὄχι μὲ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, αὐτὸν ποὺ ἡ μόνη του σχέση μὲ τοὺς πατέρας καὶ τὴν Παράδοση εἶναι ἡ ἐξωτερική του ἐμφάνιση, γι' αὐτὸν εἶπαν οἱ πατέρες ὅτι πρέπει ὁ λαὸς νὰ τὸν διώχνη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, νὰ μὴ τοῦ κάνη ὑπακοή, νὰ μὴν τὸν μνημονεύη στὶς ἀκολουθίες καὶ στὰ μυστήρια, νὰ φεύγη μακρυά του ὡς ἀπὸ λύκο.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομισθῆ ὅτι λέμε δικά μας λόγια, ἂς ἀναφέρωμε τὰ λόγια τῶν πατέρων. Ὁ μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ἄτλας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ στάθμη τῆς ἀκριβείας, λέει τὰ ἑξῆς: «Ἐὰν ὁ Ἐπίσκοπος ἢ ὁ Πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἐστὶ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ' αὐτοὺς ἐμβληθῆναι, ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός» (ΒΕΠΕΣ 33, 199). Καὶ ἀλλοῦ ὁ φωστὴρ τῆς Ἀλεξανδρείας λέει: «Πᾶς ἄνθρωπος τὸ διακρίνειν παρὰ Θεοῦ εἰληφὼς κολασθήσεται ἀπείρῳ ποιμένι καὶ ψευδῆ δόξαν ὡς ἀληθῆ δεξάμενος» (ΒΕΠΕΣ 33, 214). Δηλαδὴ σύμφωνα μὲ τὸν μέγα Ἀθανάσιο, ἂν αὐτὸς ποὺ ἁπλῶς σκανδαλίζει τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ποὺ δὲν ζῆ σωστὰ ὡς Ἐπίσκοπος, πρέπει νὰ τὸν διώχνουν οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, καὶ ἂν θὰ κολασθοῦν ὅσοι θὰ ἀκολουθήσουν ἕναν ἄπειρο ποιμένα καὶ θὰ δεχθοῦν ὡς Ὀρθόδοξο μία ψευδῆ διδασκαλία, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῆ ὅλος αὐτὸς ὁ λαὸς ποὺ ἔχει ποιμένες ποὺ ἔχουν κάνει τόσες προδοσίες καὶ συμφωνίες μὲ τοὺς αἱρετικούς, ποὺ ἔχουν κάνει τόσες συμφωνίες μὲ τοὺς πολικάντηδες, δεχόμενοι τοὺς παράνομους νόμους τῆς πολιτείας, ποὺ ἀνέβηκαν στὸν θρόνο ἕρποντας καὶ γλείφοντας, ποὺ ἡ ζωή των ἀπὸ πλευρᾶς ἠθικῆς εἶναι χειρότερη τῶν ἀνθρώπων τοῦ δρόμου, ποὺ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν Μασώνων βεβαιώνουν ὅτι ἔχουν πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς στὶς τάξεις των, καὶ πού, ὅπως γράφουν οἱ ἐφημερίδες, μέσα στὰ κτίρια τῆς συνόδου προσφωνοῦνται μὲ θηλυκὰ ὀνόματα. Οἱ Ἀποστολικὲς διαταγὲς ξεχωρίζοντας τὸν καλὸ ἀπὸ τὸν κακὸ ποιμένα ἀναφέρουν τὰ ἑξῆς: «...ἵνα μήποτε εἴπη ὁ λαϊκός, ὅτι ἐγὼ πρόβατον εἰμὶ καὶ οὐ ποιμήν· καὶ οὐδένα λόγον ἐμαυτοῦ πεποίημαι· ὁ ποιμὴν ὄψεται καὶ αὐτὸ μόνος εἰσπραχθήσεται τὴν ὑπὲρ ἐμοῦ δίκην· ὥσπερ γὰρ τῶ καλῶ ποιμένι τὸ μὴ ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκκειται εἰς διαφθοράν, οὕτω τῶ πονηρῶ ποιμένι τὸ ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τὸν θάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτό. Διὸ φευκτέον ἀπὸ τῶν φθορέων ποιμένων» (βιβλ. Β', κεφ. ιθ'). Τώρα κατὰ πόσο συμφωνεῖ ἡ σημερινὴ νοοτροπία τῶν χριστιανῶν μὲ τὶς Ἀποστολικὲς διαταγές, ὁ καθένας μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβη. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος, ὁ μέγας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, λέει τὰ ἑξῆς: «Ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτων καὶ ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν» (Τὰ εὑρεθέντα τόμ. Β', σελ. 25). Δηλαδὴ πρέπει νὰ φεύγουμε μακρυὰ καὶ νὰ μὴν ἔχουμε καμμιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία μὲ ὅσους δὲν συμφωνοῦμε μὲ τὶς ἰδέες καὶ τὰ φρονήματά των.
Συνέδεσαν λοιπὸν οἱ Οἰκουμενισταὶ Ἐπίσκοποι τοῦ 20οῦ αἰῶνος τὴν Ἐκκλησίαν μὲ τὸν ἑαυτόν τους καὶ μάλιστα τὴν ταύτισαν μὲ τὸν ἑαυτόν τους, ἄσχετα μὲ τὸ ἂν αὐτοὶ εἶναι συνδεδεμένοι ὀργανικά μὲ τοὺς πατέρας, μὲ τὴν Παράδοση, μὲ τοὺς κανόνας καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Καὶ ὅποιος κάνει ὑπακοὴ σ' αὐτούς, θεωρεῖται ὅτι εἶναι ζωντανὸ καὶ σωστὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ὅποιος κάνει ἀνυπακοή, θεωρεῖται νεκρός, ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ὄργανο τοῦ διαβόλου. Τὸ τραγικὸ λάθος αὐτῶν τῶν Ἐπισκόπων εἶναι ὅτι δὲν ἔχουν ἐμπειρικὴ ἰδέα καὶ γνώση τοῦ τί θὰ πῆ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἔχουν τὴν Παπικὴ νομικίστικη γνώση, ἡ ὁποία βολεύει τὰ πάθη τους. Ἡ θέση τῶν πατέρων ὅμως εἶναι ὅτι ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία μόνο, ὅσοι ἀπὸ τοὺς ποιμένες ἔχουν ὅλη τὴν ἀλήθεια, δὲν συμβιβάζονται μὲ τὸ ψέμα, εἰδικὰ στὰ θέματα τῆς πίστεως, ανήκουν στὴν Ἐκκλησία μόνο αὐτοὶ ἀπὸ τοὺς ποιμένες ποὺ δὲν χάραξαν ἄλλο δρόμο ἀπὸ αὐτὸν τῶν πατέρων, μόνο αὐτοὶ ποὺ δὲν ἄλλαξαν τὴν Παράδοση ψαλιδίζοντας τὸ Εὐαγγέλιο ἢ ἀδιαφορῶντας γιὰ τοὺς κανόνας. Ἂν λοιπὸν π.χ. οἱ πατέρες καὶ ἡ Παράδοση τοὺς Παπικούς, τοὺς Προτεστάντες, τοὺς Μονοφυσίτες κλπ. τοὺς εἶχαν σὰν τοὺς μεγαλύτερους ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ σημερινοὶ Ἐπίσκοποι τοὺς ἀγκαλιάζουν, τοὺς ὀνομάζουν ἁγίους καὶ ἀγαπητοὺς ἀδελφοὺς Ἐπισκόπους καὶ ἀδελφὴ Ἐκκλησία, εἶναι δεῖγμα ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ἐπίσκοποι ποὺ τὸ κάνουν αὐτὸ καὶ ὅλοι αὐτοὶ ποὺ τὸ ἀνέχονται, ἔστω καὶ σιωπηλά, δὲν ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία τῶν πατέρων στὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ ἀνήκουν ἐκεῖ ποὺ ἀνήκουν καὶ αὐτοί, τοὺς ὁποίους ἀγκαλιάζουν καὶ προσφωνοῦν. Καὶ ἂν ὁ λαὸς ἀκολουθεῖ καὶ ταυτίζεται καὶ μνημονεύει αὐτοὺς τοὺς Ἐπισκόπους, εἶναι καὶ αὐτὸς τῆς ἴδιας ράτσας καὶ ἀνήκει στὴν ἴδια παράταξη, ποὺ ἀνήκουν καί αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἀκολουθεῖ, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Τυφλὸς, ἐὰν τυφλὸν ὁδηγῆ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται». Καὶ ἂν αὐτοὶ οἱ Ἐπίσκοποι τὴν φωνὴ τοῦ λαοῦ, τὴν διαμαρτυρία, τὴν ἀντίδραση καὶ τὴν ἀνυπακοή, γιὰ θέματα ποὺ ἡ Παράδοση ἐπιβάλλει αὐτὴ τὴ στάση, τὴν θεωροῦν ἀνταρσία καὶ παρασυναγωγὴ καὶ χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι δεῖγμα ὅτι αὐτοὶ οἱ Ἐπίσκοποι ἀγάπησαν τὸν Παπισμὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς Παπικοὺς καὶ προσπαθοῦν νὰ τὸν ἐφαρμόσουν στὸν ἑαυτόν τους καὶ νὰ τὸν ἐπιβάλλουν καὶ στοὺς ἄλλους.
Ἄρα, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνας σχίσμα στὴν Ἐκκλησία δημιουργῶ, ὅταν ἐν γνώσει ἢ ἐν ἀγνοίᾳ ἐνωθῶ μὲ τοὺς κατ' ὄνομα Ἐπισκόπους καὶ ἕνωση στὴν Ἐκκλησία δημιουργῶ, ὅταν χωριστῶ ἀπὸ αὐτούς. Σημεῖο ἀναφορᾶς εἶναι πάντοτε ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ Παράδοση καὶ ὁ Ἐπίσκοπος, ἐφ' ὅσον συμφωνεῖ καὶ ταυτίζεται μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα μὲ αὐτά.
Εἶναι λοιπὸν ἀλήθεια ὅτι ὅσο ὁ καλὸς Ἐπίσκοπος εἶναι πηγὴ εὐλογίας γιὰ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία, ἔτσι καὶ ὁ κακὸς εἶναι ἑστία μολύνσεως, μάστιγα καὶ κατάρα γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἂν ἡ σύνοδος ἀποτελεῖται κατὰ τὸ πλεῖστον σήμερα ἀπὸ κακοὺς Ἐπισκόπους, τότε πρέπει νὰ ποῦμε ἀντίο Ὀρθοδοξια, ἀντίο Παράδοση, ἀντίο Ἐκκλησία, ἐφ' ὅσον βέβαια εἴμεθα ὀργανικὰ ἑνωμένοι μὲ αὐτούς.
Νὰ σκεφθοῦμε, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὴν ἐξαθλίωση καὶ πλάνη καὶ ἀποσύνθεση τῆς συνόδου ὅτι πρόσφατα ἀνεκήρυξαν ὡς ἅγιο τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης, ὁ ὁποῖος ἀποδεδειγμένα ἦταν Μασῶνος καὶ Οἰκουμενιστὴς καὶ ἄλλαζαν ἔτσι ριζικὰ τὴν περὶ ἁγίων Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, γεμίζοντας μέ ἀπέραντη χαρὰ τοὺς Μασώνους, ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα κάνουμε πὼς τοὺς πολεμοῦμε καὶ βάζοντας τοὺς χριστιανοὺς νὰ προσκυνοῦν καὶ νὰ προσεύχωνται στοὺς ἀντιπροσώπους τοῦ διαβόλου.
Καὶ ἂν θέλουμε καὶ ἄλλο παράδειγμα, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸν ὕπουλο τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ Οἰκουμενισταὶ Ἐπίσκοποι ἐργάζονται, γιὰ νὰ ἀμβλύνουν τὸ κριτήριο τῶν Ὀρθοδόξων ὡς πρὸς τὴν πίστη, ἂς ποῦμε καὶ τὸ ἑξῆς: Στὸν ραδιοφωνικὸ σταθμὸ τῆς Μητροπόλεως Δημητριάδος τὴν περίοδο τῆς σαρακοστῆς στὴν ἐκπομπὴ «Οἰ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας» παρουσίασαν ὡς ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας τὸν Φραγκίσκο τῆς Ἀσσίζης καὶ μίλησαν μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ γιὰ τὴν «ἁγία ὄστια». Τὰ σχόλια νομίζω περιττεύουν. Ἄς αφήσουμε, ποὺ σὲ αὐτοῦ τοῦ τύπου τοὺς σταθμούς, τοὺς λεγομένους ἐκκλησιαστικούς, βάζουν μουσικὴ ΡΟΚ καὶ κοσμικὰ τραγούδια, γὰ νὰ πλησιάσουν δῆθεν τοὺς νέους»².
Τὸ ἀνωτέρω κείμενον τοῦ ἁπλοῦ καὶ ἀφανοῦς ἱερομονάχου ποὺ τόσο εὔστοχα ἐκφράζει τὴν πατερικὴν διδασκαλίαν, πρέπει νὰ τὸ διαβάσουν πολλὲς φορὲς οἱ κήρυκες τοῦ συνθήματος «ν’ ἀγωνιζώμεθα ἐντὸς Ἐκκλησίας», ἐννοοῦντες ἑνωμένοι πάντοτε μὲ τὸν ἐπίσκοπον καὶ τὴν Σύνοδον, ἀνεξαρτήτως ἂν αὐτοὶ ὀρθοδοξοῦν ἢ ὄχι!
Ποῦ εἶναι οἱ «Ζωναρᾶδες», «οἱ ὁρῶντες» καὶ οἱ Ἁγιορεῖται Καθηγούμενοι, ποὺ δεκαετίες τώρα κοιμίζουν τὰ πνευματικοπαίδια τους μὲ τὸ ἀνωτέρω κήρυγμα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φθάσωμε στὰ σημερινὰ χάλια, νὰ συλλειτουργῆ ὁ πατριάρχης μὲ τὸν πάπα καὶ νὰ μὴ τολμοῦν νὰ τὸν ἀποκηρύξουν!
Ἂς τὰ διαβάσουν αὐτὰ πολλάκις οἱ Θεολόγοι τῶν Θρησκευτικῶν Ὀργανώσεων καὶ οἱ ὀπαδοί τους, γιὰ νὰ δοῦν πόσο ἀπέχουν ἀπὸ τὴν διδαχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὁποία ἡ εὐθύνη τους διὰ τὴν σημερινὴ προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας. Πότε ἐπὶ τέλους θ' ἀφαιρέσουν τὸ «κάλυμμα» ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν των, ὥστε ἀμερόληπτα νὰ μαθητεύσουν διὰ πράξεως στὸ διδασκαλεῖο τῶν Πατέρων;
Εύχόμεθα στὸν π. Εὐθύμιον νὰ ἐνσαρκώση τὸ κείμενό του διὰ τῆς πράξεως, παραμένοντας μέχρι τέλους συνεπὴς στὰ κηρυχθέντα. Γράφομεν «μέχρι τέλους συνεπής», διότι πιθανότατα θὰ διωχθῆ ἐκ τῶν ἐπισκόπων, ὅπως ἐδιώχθησαν μετὰ μεσαιωνικῆς βαρβαρότητος καὶ οἱ πατέρες μας, ὅταν ἀντέδρασαν στὴν ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν τοῦ 1924. Δυστυχῶς δὲ μέχρι σήμερον, ἡ διαγωγὴ καὶ ψυχολογία τῶν ἐπισκόπων παραμένει ἡ αὐτή. Ἐνῷ ἐπικροτοῦν φανερῶς ἢ κρυφίως καὶ σιωπηρῶς τὴν κακόδοξον πορείαν τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου, συγχρόνως ἀποστρέφονται καὶ διώκουν τοὺς πιστούς τοῦ πατρώου ἑορτολογίου, ἀκριβῶς διότι τοὺς ὑπενθυμίζουν τὰς... ἁμαρτίας των. Καὶ τὸ θλιβερώτερον εἶναι, ὅτι δὲν φαίνεται ἀπὸ πουθενὰ ἐλπίδα ἀνανήψεως καὶ μετανοίας των, ἀφοῦ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν τολμᾶ να πάει ἀντίθετα στὸ ρεῦμα...
Ἐπειδὴ ὅμως τὰ ἀνωτέρω ἀναπτύσσονται πολὺ ἐπιτυχῶς στὸ περιοδικὸ «Ἅγιοι Κολλυβάδσσες» ποὺ συντάσσει καὶ ἐκδίδει ὁ ὁμολογητὴς ἱερεὺς π. Νικόλαος Δημαρᾶς, Δρ. Ν., παραθέτομεν πρὸς χάριν τῶν ἀναγνωστῶν μας τὴν σχετικὴν περικοπήν:
«Διάχυτη εἶναι ἡ παπικὴ νοοτροπία τῶν Νεοημερολογιτῶν. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη αὐτὴ εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἐγερθοῦν οἱ πιστοί, λαϊκοί, μοναχοὶ καὶ ἱερεῖς ἐναντίον ἀρχιερέων ποὺ καταπατοῦν τὶς Ἱερὲς Παραδόσεις τῶν Πατέρων καὶ κηρύσσουν αἱρέσεις κατεγνωσμένες. Αὐτὸ ποὺ ἔγινε σὲ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καταδικάζεται ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Τὴν αὐθεντία ὅμως μέσα στὴ Ἐκκλησία τὴν ἔχει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Ὅποιος ἔχει Πνεῦμα Ἅγιο ἔχει τὴν αὐθεντία. Μέσα στὴν Ὀρθοδοξία, σημασία δὲν ἔχει ποιός συμφωνεῖ καὶ ποιός δὲν συμφωνεῖ μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ ποιός συμφωνεῖ καὶ ποιός δὲν συμφωνεῖ μὲ τὰ ὄργανα τοῦ Παναγίου Πνεύματος: τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι προσπαθοῦν οἱ Νεοημερολογίτες νὰ περάσουν τὴν ἄποψι ὅτι Ἐκκλησία εἶναι οἱ Ἀρχιερεῖς!!! Καὶ λένε μὲ ἀναισχυντία: «τὸ νὰ ἐγείρωνται τὰ ἄτομα, κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ νὰ ἀποκηρύσσουν ἐπισκόπους τοὺς ὁποίους ἠ καθολικὴ ὀρθόδοξος ἐκκλησία ἀποδέχεται, εἶναι καθαροὶ Προτεσταντισμοί».
Γιὰ νὰ λέη κανεὶς τέτοια πράγματα πρέπει νὰ ἀγνοῆ καὶ τὸν Προτεσταντισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία. Προτεσταντισμὁς δὲν εἶναι ἡ μὴ ἀναγνώρισις αὐθεντίας στοὺς Ἀρχιερεῖς, εἶναι ἡ μὴ ἀναγνώρισις αὐθεντίας στὴν 'Εκκλησία, εἶναι ἡ μὴ ἀναγνώρισις τοῦ γεγονότος ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα φωτίζει καὶ καθοδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ Ὀρθοδοξία, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς κακοδόξους Νεοημερολογίτες, ὅταν μιλάη γιὰ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν ἐννοεῖ μόνον τοὺς Ἐπισκόπους της, οὔτε ἐννοεῖ μόνον τὴν σημερινὴ ἀνὰ τὸν κόσμο Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν είναι μόνον ἡ στρατευόμενη, εἶναι καὶ ἡ Θριαμβεύουσα.
Ὅταν ἡ σημερινὴ ἀνὰ τὸν κόσμο ἐπίσημη «ὀρθόδοξη ἐκκλησία» ἔρχεται σὲ ἀντίθεσι μὲ τὴν Θριαμβεύβουσα Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν, Πανορθοδόξων καὶ Τοπικῶν Συνόδων, τότε οἱ Ὁρθόδοξοι πιστοὶ ποὺ ἐγείρονται ἐναντίον της γιὰ νὰ παραμείνουν σὲ κοινωνία πίστεως μὲ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, ὄχι μόνον Προτεστάντες δὲν εἶναι, ἀλλὰ ἀπεναντίας εἶναι τὰ μοναδικὰ μέλη τῆς στρατευόμενης Ἐκκλησίας. Ὄχι μόνον σχίσμα δὲν κάνουν μὲ τὸ νὰ μὴν ἀκολουθοῦν τὴ σύγχρονη Ἱεραρχία ποὺ βαδίζει δικούς της δρόμους, ἀλλὰ εἶναι αὐτοὶ ἡ Ἐκκλησία, γιατὶ μόνον αὐτοὶ ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα μὲ τὴν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ...
Ἡ ἑνότης (τῆς Ἐκκλησίας) εἶναι Θεολογικὰ καὶ Ἁγιοπατερικά, στὴν οὐσία της, Ἑνότης Πίστεως. Δὲν εἶναι ἑνότης διοικητική. Διότι τέτοια ἑνότητα ἔχουν καὶ οἱ Φράγκοι καὶ ἀναγνωρίζουν ὡς σημεῖο τῆς ἐξωτερικῆς τους διοικητικῆς ἑνότητος καὶ ἀναφορᾶς τους τὸν αἱρεσιάρχη πάπα. Ὅμως δὲν ὀρθοτομοῦν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας καὶ βρίσκονται στὴν αἵρεσι καὶ στὴν πλάνη, ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Τέτοια ἑνότητα ἐννοοῦν οἱ Νεοημερολογίτες ὅτι πρέπει νὰ ἔχουμε καὶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι!!! Αὐτὰ τὰ λένε βέβαια κάτω ἀπὸ τὴν φράγκικη ἐπίδρασι στὴν κακόδοξη καὶ οὐνίτικη ἐκκλησιολογία τους...
Δὲν κηρύσσει ἑπομένως αἵρεσι ὁ λατινόφρων καὶ πεπτωκὼς εἰς τὴν πίστιν π. Βαρθολομαῖος ὅταν ἀποκαλεῖ τὸν πάπα ἁγιώτατο ἀδελφὸ καὶ τὴν λατινικὴ ἀντεκκλησία πρεσβυτέρα ἀδελφὴ ἐκκλησία καὶ συμπροσεύχεται λειτουργικῶς μὲ τὸν αἱρεσιάρχη πάπα; Δὲν ἀσπάζεται τὴν αἵρεσι τοῦ παπισμοῦ, ὅταν ὁ διάκονός του ἐνώπιόν του βάνη μετάνοια στὸν πάπα ἐν πλήρει ἱερατικῇ περιβολῇ καὶ «παίρνη καιρὸ» ἀπ' αὐτόν; Δὲν κηρύσσει αἵρεσι ὁ λατινόφρων πατριάρχης, ὅταν στὸν Λίβανο ὑπογράφει ὁ ἀντιπρόσωπός του, πρόεδρος τῆς μεικτῆς ἐπιτροπῆς Νεοημερολογιτῶν καὶ Λατίνων, οἰκτρὸς ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός, ὅτι καὶ οἱ Φράγκοι ἔχουν μυστήρια; Αὐτὸ δὲν ἐπιβεβαίωσε καὶ ὁ ἴδιος ὁ π. Βαρθολομαῖος στὸ κοινὸ μὲ τὸν αἱρεσιάρχη πάπα ἀνακοινωθὲν μετὰ τὸ βδελυρὸ συλλείτουργο τῆς Ρώμης; Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τοῦ ἐσβεσμένου Φαναρίου ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὶς ἴδιες αἱρετικὲς δοξασίες!
Καὶ οἱ Ἁγιορεῖτες ξέρουν πολὺ καλὰ ὅτι ὁ ἐπίσκοπός τους εἶναι ψευδεπίσκοπος καὶ ψευδοδιδάσκαλος καὶ ὅμως ἐξακολουθοῦν νὰ τὸν μνημονεύουν γιὰ ἐπίσκοπό τους! Καὶ δὲν τὸ ξέρουν μόνον οἱ Ἁγιορεῖτες, τὸ ξέρουν καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι στὴν Ἑλλάδα καὶ σὲ ὅλον τὸν κόσμο καὶ παρόλα αὐτὰ ἐξακολουθοῦν νὰ τὸν μνημονεύουν καὶ κοινωνοῦν μὲ τὴν αἵρεσί του καὶ καταμολύνουν τὰ Θυσιαστήριά τους, γιατὶ κοινωνοῦν μὲ τὸν πάπα διὰ μέσῳ τοῦ π. Βαρθολομαίου καὶ μὲ τὸ φρόνημα τοῦ «πατριάρχη».
Ὅσοι τολμοῦν νὰ διακόψουν τὸ μνημόσυνο καὶ τὴν κοινωνία τοῦ αἱρετικὰ κηρύσσοντος ἐπισκόπου, χαρακτηρίζονται ἀπὸ τοὺς Νεοημερολογίτες προτεσταντίζοντες καὶ σχισματικοί!!! Ὁ Κανόνας ὅμως τονίζει ὅτι αὐτοὶ «οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι». Διότι αὐτοὶ ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα μὲ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν εἶναι πρώτιστο καθῆκον τοῦ Ὀρθοδόξου Πιστοῦ καὶ ἑπομένως ὑποχρέωσις στοιχειώδης, νὰ προσπαθήση νὰ γλυτώση τὴν Ἐκκλησία ἀπὀ τὰ σχίσματα ποὺ προκαλοῦν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι διδάσκοντας ἄλλα ἀπ' ὅ,τι διδάσκει ἡ Ἐκκλησία;
Οἱ ἀρχιερεῖς αὐτοί, ἂς εἶναι καὶ χιλιάδες, μὲ τὶς ἐτεροδιδασκαλίες τους ἀποσχίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων. Ὅσοι ἀποσχίζονται ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς Ἀρχιερεῖς, ἐπειδὴ συνήθως εἶναι λίγοι, φαίνονται σὰν νὰ κάνουν αὐτοὶ σχίσμα. Ἔχοντας ὑπ' ὄψιν αὐτὴν τὴν πραγματικότητα ὁ Κανὼν τονίζει σὲ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν Χριστιανῶν: δὲν πρέπει νὰ σᾶς ἐξαπατοῦν τὰ φαινόμενα, δὲν κάνουν σχίσμα οἱ λίγοι ποὺ μένουν πιστοὶ στὴν Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Σχίσμα κάνουν ὅσοι μένουν πιστοὶ στοὺς αἱρετικοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ὅσοι τοὺς ἀκολουθοῦν. Αὐτοὶ ἀποσχίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων. Οἱ λίγοι ποὺ ἀποσχίζονται απὸ τοὺς τέτοιους ἀρχιερεῖς, στὴν πραγματικότητα γλυτώνουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ πραγματικὰ σχίσματα.
Εἶναι λοιπὸν ἢ δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὸς ό ΙΕ Κανὼν γιά ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ δὲν Θὰ πρέπη νὰ ξεγελᾶνε τοὺς ἑαυτούς τους μὲ τὰ «ἔργα», τὰ μεγάλα μοναστήρια, τὰ κτήρια, τὶς κατασκηνώσεις καὶ τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο, ὅτι ἔτσι τάχα ἐκπληρώνουν τὸ καθῆκον τους ὡς Ὀρθοδοξοι; Ὅλα αὑτὰ ἔχουν νόημα, ὅταν γίνονται γιὰ τὴν δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν οἱ ἡγούμενοι ὀρθοτομοῦν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας. Καὶ ἀντιθέτως γίνονται ἐπιπρόσθετο βάρος στὴ ψυχὴ ἐκείνων ποὺ τὰ προβάλουν μὲ ὅλα τὰ σύγχρονα μέσα καὶ ρίχνουν στάχτη στὰ μάτια καὶ ἐξαπατοῦν τοὺς ἀπλοὺς ποὺ τοὺς ἀκολουθοῦν, ἐπειδὴ ἐντυπωσιάζονται ἀπὸ τὰ «ἔργα», παρασύροντάς τους ἔτσι στὴν πλάνη καὶ στὸν ὄλεθρο τῆς αἱρέσεως...
Εἶναι ἑπομένως πρωταρχικὸ καθῆκον ἡμῶν τῶν κληρικῶν νὰ αγωνιζόμαστε γιὰ νὰ διαφυλαχθῆ ἀμόλυντον τὸ Θυσιαστήριον τῆς φιλτάτης Ὀρθοδοξίας μας ἀπὸ κάθε αἱρετικὴν ἐπιμειξίαν, γιατὶ διαφορετικὰ γινόμαστε πρόξενοι ἀπωλείας καὶ τῶν ψυχῶν μας καὶ τῶν πιστῶν ποὺ μᾶς ἀκολουθοῦν, γιὰ τοὺς ὁποίους θὰ δώσουμε λόγον στὸν Θεόν...
Τί ἀπολογίαν θὰ δώσουν εἰς τὸν Πανάγιον Θεὸν οἱ Μοναχοὶ τῆς σήμερον, ὅταν βλέπουν τοὺς Ὀρθοδόξους ἀδελφούς τους νὰ πάσχουν καί νὰ διώκωνται καὶ ἐκεῖνοι ἀρκοῦνται στὴν προδοτικὴ σιωπή;»³
Διὰ νὰ εἴμεθα ὅμως ἀμερόληπτοι, δημοσιεύομεν κατωτέρω ἀποσπάσματα ἀπὸ διαμαρτυρίες τους σχετικῶς μὲ τὴν ἕνωσιν Ὀρθοδόξων καὶ Μονοφυσιτῶν καὶ Ὀρθοδόξων μετὰ παπικῶν, ὥστε νὰ γίνη ἐμφανὴς μία θεμελιώδης ἔλλειψις τῶν κειμένων αὐτῶν.
Α'. «Συνειδητοποιοῦντες τὸν τοιοῦτον κίνδυνον, δηλαδὴ τὴν ἕνωσιν μετὰ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων βασιζομένην ἐπὶ μὴ ὀρθοδόξων προϋποθέσεων, διατελοῦμεν ἐν μεγίστῃ ἀνησυχίᾳ. Ἡ πίστις εἶναι τὸ κινδυνευόμενον καὶ δὲν δυνάμεθα νὰ παίζωμεν ἐν οὐ παικτοῖς. Αἰσθανόμεθα τὴν εὐθύνην ἡμῶν διὰ τὴν περιφρούρησιν καὶ διατήρησιν ἀκαινοτομήτων τοῦ δόγματος καὶ τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, ὡς αὐτὰ παρελάβομεν παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων».
«... Εἰς περίπτωσιν ὄμως, καθ' ἣν - ὃ μὴ γένοιτο - ἠ ἕνωσις θὰ συντελεσθῇ παρὰ τὴν μόνην ᾿Αλήθειαν, δηλοῦμεν ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν θὰ ἀποδεχθῆ τοιαύτην ψευδῆ ἕνωσιν»⁴.
Β'. «Εἴμεθα δὲ ὑποχρεωμένοι κατ᾽ ἐπιταγὴν τῆς συνειδήσεώς μας νὰ δηλώσωμεν ὅτι δὲν ἀποδεχόμεθα τὴν πεπλανημένην θεωρίαν περὶ «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν»... καὶ ὅτι μόνον τὰ Μυστήρια τῆς καθ' ἀγίας Ἐκκλησίας εἶναι ἔγκυρα᾽, σωστικὰ καὶ ἁγιαστικά».
...«Ταῦτα πάντα ἐξ ἀποφάσεως τῆς καθ' ἡμᾶς ἁγίας Ἱερᾶς Κοινὀτητος εὐλαβῶς καὶ υϊικῶς ὑποβάλοντες τῇ Ὑμετέρᾳ Παναγιότητι ἱκετεύομεν ὅπως τύχωσι τῆς προσοχῆς Ὑμῶν καὶ ὅπως καταδικασθῶσιν ὑπὸ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας αἱ ἀντορθόδοξοι θέσεις τοῦ κειμένου τοῦ Balamand ...πρὸς εἰρήνευσιν τῶν σκανδαλιζομένων συνειδήσεων πολλῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καὶ ἡμῶν καὶ ἀποφευχθῶσι σχίσματα καὶ διχοστασίαι...
Ἐπὶ δὲ τούτοις κατασπαζόμενοι τὴν Ἁγίαν Ὑμῶν δεξιὰν καὶ ἐκζητοῦντες τὰς θεοπειθεῖς Ὑμῶν εὐχάς, διατελοῦμεν μετὰ βαθυτάτου σεβασμοῦ»⁵.
Ἔτσι ὅμως θὰ ἐδικαιολογοῦντο ἴσως, νὰ γράφουν οἱ ἐπὶ ᾽Αθηναγόρου Μοναχοί, καὶ μάλιστα στὴν ἀρχὴ τῆς κακοδόξου δραστηριότητός του, ἐλπίζοντες ὅτι διὰ τοῦ ταπεινοῦ τρόπου θὰ φέρουν σὲ συναίσθησιν τὀν παρεκτραπέντα ἀρχιερέα. Ἀφοῦ ὅμως ἡ μέθοδος αὐτὴ ἐδοκιμάσθη μίαν ὁλόκληρον τριακονταετίαν (1965-1995) χωρὶς νὰ ἀποδώση οὐδένα καρπόν, ἢ ὀρθότερον, ἀποδώσας τὸν πικρὸν καρπὸν τῆς ὁλοσχεροῦς ἀπεμπολήσεως τῶν τιμίων ὑπὸ τῶν θρασυνθέντων Φαναριωτῶν, πῶς συνεχίζουν νὰ συμπεριφέρωνται μὲ τὴν αὐτὴν τακτικήν; Δὲν ἀντιλαμβάνονται οἱ Καθηγούμενοι - διότι αὐτοὶ κυβερνοῦν τὸν ἱερὸν Τόπον - ὅτι ἡ συμπεριφορά τους αὑτὴ θρασύνει ἔτι πλέον τὸν κακόδοξον ἡγέτην τοῦ Φαναρίου; ᾽Ἐὰν μάλιστα σημειωθῆ καὶ ἡ μεταξύ των διάστασις, ὅπου ἕξη Μοναὶ ὑποστηρίζουν φανατικῶς τὸν πατριάρχην ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας τὴν τραγικὴν εἰκόνα ποὺ παρουσιάζει τὸ Ἅγιον Ὄρος...
Δὲν ἀναλογίζονται τὴν εὐθύνη τους ἐνώπιον τῆς Ἱστορίας, ἀφοῦ λόγῳ θέσεως καὶ παρελθόντος εἶναι οἱ πλέον ἐνδεδειγμένοι νὰ ἀναχαιτίσουν τὸν ἐπίσκοπόν τους ἀπὸ τὸν κατήφορον τῆς ἀποστασίας του; Ἡ μέχρι τοῦδε στάσις των, δυστυχῶς, οὐδὲν ἄλλο ἐκφράζει παρὰ δειλίαν καὶ φιλαυτίαν, αφοῦ πρωτίστως προνοοῦν διὰ τὴν ἐξασφάλισιν τῆς ἡγουμενίας, εἰς δευτέραν μοῖραν ἔχοντες τὸ τῆς ὁμολογίας...
Διατί δὲν μιμοῦνται τοὺς πατέρας των, οἱ ὁποῖοι ἐνώπιον κακοδόξων αὐτοκρατόρων καὶ πατριαρχῶν μετὰ σταθερότητος καὶ παρρησίας διεκήρυτταν: «ὡς τὰ αἵματα πάντων ἡμῶν προθύμως ἐκχέηται»⁶ καὶ «ἑτοίμη ἡ ταπείνωσις ἡμῶν μέχρι θανάτου ὑποστῆναι ἢ ἐξάρνους (=ἀρνητὰς) ἡμᾶς γενέσθαι τῆς τοιαύτης ἡμῶν εἰλικρινοῦς ὁμολογίας»⁷. Καὶ τὸ σπουδαιότερον, συνεχῶς ἐτόνιζον οἱ ἀοίδιμοι τὸ ἀδύνατον τῆς κοινωνίας αὐτῶν μετὰ τῶν κακοδοξούντων, ὥστε νὰ γράφουν, ὅτι καὶ ἂν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἤρχετο ἐξ οὐρανοῦ καὶ τοὺς ἐκήρυττεν «παρὰ τὴν εὐαγγελικὴν καὶ ἀποστολικὴν αὐτῶν ὁμολογίαν» δὲν θὰ τὸν ἐδέχοντο εἰς κοινωνίαν, «ὡς μὴ στοιχοῦντα τῇ ὑγιαινούσῃ τῆς πίστεως διδασκαλίᾳ»⁸.
Ποῦ εἶναι τῶν σημερινῶν ἡγουμένων ἡ διακήρυξις πρὸς τὸν πεπτωκότα ἐπίσκοπον των: ...«Διὰ ταῦτα, διακόπτομεν τὴν μεθ' ὑμῶν κοινωνίαν, ἐφ᾽ ὅσον, παρὰ τὰς πολλαπλᾶς παρακλήσεις μας, συνεχίζετε νὰ κακοδοξῆτε, ἀποδεχόμενοι τοὺς αἱρετικοὺς ὡς Ὀρθοδόξους, τοὺς δὲ ἀντιδρῶντας Ὀρθοδόξους διώκοντες...». Μόνον ἔτσι ὑπάρχει δυνατότης, ὄχι νὰ μετανοήσουν οἱ κακοδοξοῦντες, διότι ἐνεργοῦν ὡς «ἀνιάτως νοσήσαντες», ἀλλὰ νὰ διατηρηθῆ ἀμόλυντον τὸ θυσιαστήριον τῶν Ὀρθοδόξων. Εἰς τὸν παραπαίοντα σημερινὸν κόσμον ἐλλείψει πίστεως, στὸν προσφέροντα θυσίαν στούς δαίμονας καὶ ἐναγκαλιζόμενον τὴν αἵρεσιν - προφάσει ἀγάπης καὶ εἰρήνης - μία εἶναι ἡ ἐναπομείνασα ἐλπὶς τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ πίστις τῶν πατέρων τους, ἡ ζωηφόρος Ὀρθοδοξία, διὰ τῆς ὁποίας ἐλπίζουν νὰ σωθοῦν.
Ὁ ὁμολογητὴς ἅγ. Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς τὴν πίστιν αὑτὴν ἐξυμνῶν εἰς ἐπιστολὴν του πρὸς Ἁγιορείτην Καθηγούμενον, θὰ γράψει: «Τοῦτό ἐστι τὸ καύχημα ἡμῶν, ἡ καλὴ κληρονομία τῶν πατέρων ἡμῶν. Μετὰ ταύτης Θεῷ παραστῆσαι ἐλπίζομεν καὶ τῶν ἡμαρτημένων λαβεῖν τὴν ἄφεσιν· ταύτης δὲ ἄνευ οὐκ οἶδα ποία δικαιοσύνη τῆς αἰωνίου κολάσεως ἡμᾶς λυτρώσηται. Ταύτης ὁ πειρώμενος ἐκβάλλειν ἡμᾶς καὶ καινοτέραν ἐπεισάγειν ἑτέραν, κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ ὑπάρχῃ, ἀνάθεμα ἔστω· πάσης ἐκβαλέσθω μνήμης καὶ Θείας καὶ ἀνθρωπίνης. Οὐδεὶς κυριεύει τῆς ἡμῶν πίστεως, οὐ βασιλεύς, οὐκ ἀρχιερεύς, οὐ ψευδὴς σύνοδος, οὐκ ἄλλος οὐδείς, ὅτι μὴ Θεὸς μόνον, ὁ ταύτην ἡμῖν παραδοὺς δι’ ἑαυτοῦ καὶ τῶν αὐτοῦ μαθητῶν»⁹.
- Τὸ ἔργον φέρει ὑπότιτλον: Ἱστορία καὶ θεολογία τοῦ Κολλυβαδικοῦ κινήματος βάσει ἀνεκδότων χειρογράφων. Ἐπιμελεία Θεοδωρήτου ἱερομονάχου, Ἁγιορείτου. Ἀθῆναι 1988, σσ. 127.
- «Ὀρθόδοξος Τύπος». Νο 1191-3.
- Τεῦχος Ἰουλίου 1966. Δ/νσις ἐκδότου: Βαρδακουλᾶ 47, πάροδος 3, 30300 - ΝΑΥΠΑΚΤΟΣ.
- Εἶναι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι Ὀρθόδοξοι; σελ. 43, 53. Ἔκδοσις Ι. Μονῆς Γρηγορίου.
- Ἅγιος Ἀγαθάγγελος, τεῦχος Ἰαν. '96, σ. 28.
- Ε. Schwartz, Acta Consiliorum... Vol. 3, ρ. 157.
- Θεοδώρου Στουδίτου, P.G. 99, 1120 Α.
- Αὐτόθι.
- Part. Orientalis, tom XVII, σ. 343.
Πηγή κειμένου: Περιοδικό "Ο Αγιορείτης" τόμ. 57 καί 58.