Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020
Τρίτη 21 Μαΐου 2019
Σάββατο 18 Μαΐου 2019
Ἂν ζοῦσες πρὶν τὸ 1924 ...
Ἂν ζοῦσες πρὶν τὸ 1924 θὰ ἤξερες τοὔλάχιστον σὲ τί Θεὸ πιστεύεις.
Στὶς ἐκκλησιὲς θὰ πήγαινες για νὰ λειτουργηθεῖς, όπως κάποτε ο Παπαδιαμάντης καὶ ὁ παππούλης θὰ εἶχε σεβάσμια μορφὴ, γιατί θὰ θυσιάζονταν γιὰ σένα, γιὰ τὸ ποίμνιό του. Θὰ ἤξερες ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας εἶναι Θεοφόροι καὶ θὰ τοὺς εἶχες ἐμπιστοσύνη σὲ ὅ,τι θὰ σοῦ ἔλεγαν ὅπως τὸν ἐπιβάτη ποὺ ἐμπιστεύεται τὸν καλὸ καπετάνιο γιὰ νὰ φτάσει στὸν προορισμό του.
Θὰ εἶχες χρόνο νὰ λατρέψεις τὸ Θεὸ, πρὶν ὅμως θὰ εἶχες χρόνο νὰ βρεῖς τὸν ἑαυτό σου, νὰ μιλήσεις μαζί του ἐκεῖ κάπου στὴν ἡσυχία τοῦ χωραφιοῦ ἢ μακριὰ πέρα σ ἕνα βοσκοτόπι. Ἂν ἤσουν τυχερὸς καὶ πήγαινες σχολεῖο, θἄχες σοφούς νὰ σὲ συντροφεύουν, ὅπως τὸν Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη, τὸν Θουκυδίδη γιατί θὰ καταλάβαινες τὴ γλώσσα τους καὶ τὸ μυαλό σου τόσο πολὺ θὰ τὸ ἀκόνιζες μέχρι ποὺ μόνο του θἄβρισκε τὶς κατάλληλες λέξεις νὰ πεῖ τὰ σωστὰ πράγματα τὴν κατάλληλη ὥρα. Οἱ ἥρωες καὶ οἱ ἅγιοι δἐ θἀ ἔλειπαν από κοντά σου και πάντα θὰ σέ συντρόφευαν, θὰ σέ ἐνέπνεαν μὲ τό παράδειγμά τους. Ἡ φιλοσοφία θὰ ἦταν φίλη σου στὰ ἔργα καὶ στὶς κουβέντες σου καὶ μαζὶ μὲ τὴν θεοσέβεια θὰ στόλιζαν τὴν ὕπαρξή σου. Ἡ φύση γύρω θὰ σοὔδινε φαΐ λιτό, θρεπτικὸ, ἀπέριττο χωρὶς ἐπικίνδυνα πρόσθετα νὰ ἀπειλοῦν τὸν ὀργανισμό σου.
Στὶς ἐκκλησιὲς θὰ πήγαινες για νὰ λειτουργηθεῖς, όπως κάποτε ο Παπαδιαμάντης καὶ ὁ παππούλης θὰ εἶχε σεβάσμια μορφὴ, γιατί θὰ θυσιάζονταν γιὰ σένα, γιὰ τὸ ποίμνιό του. Θὰ ἤξερες ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας εἶναι Θεοφόροι καὶ θὰ τοὺς εἶχες ἐμπιστοσύνη σὲ ὅ,τι θὰ σοῦ ἔλεγαν ὅπως τὸν ἐπιβάτη ποὺ ἐμπιστεύεται τὸν καλὸ καπετάνιο γιὰ νὰ φτάσει στὸν προορισμό του.
Έπρεπε νά μάς διδάσκει ένας πού δέν ήξερε από Ορθοδοξία;;;
Θὰ εἶχες χρόνο νὰ λατρέψεις τὸ Θεὸ, πρὶν ὅμως θὰ εἶχες χρόνο νὰ βρεῖς τὸν ἑαυτό σου, νὰ μιλήσεις μαζί του ἐκεῖ κάπου στὴν ἡσυχία τοῦ χωραφιοῦ ἢ μακριὰ πέρα σ ἕνα βοσκοτόπι. Ἂν ἤσουν τυχερὸς καὶ πήγαινες σχολεῖο, θἄχες σοφούς νὰ σὲ συντροφεύουν, ὅπως τὸν Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη, τὸν Θουκυδίδη γιατί θὰ καταλάβαινες τὴ γλώσσα τους καὶ τὸ μυαλό σου τόσο πολὺ θὰ τὸ ἀκόνιζες μέχρι ποὺ μόνο του θἄβρισκε τὶς κατάλληλες λέξεις νὰ πεῖ τὰ σωστὰ πράγματα τὴν κατάλληλη ὥρα. Οἱ ἥρωες καὶ οἱ ἅγιοι δἐ θἀ ἔλειπαν από κοντά σου και πάντα θὰ σέ συντρόφευαν, θὰ σέ ἐνέπνεαν μὲ τό παράδειγμά τους. Ἡ φιλοσοφία θὰ ἦταν φίλη σου στὰ ἔργα καὶ στὶς κουβέντες σου καὶ μαζὶ μὲ τὴν θεοσέβεια θὰ στόλιζαν τὴν ὕπαρξή σου. Ἡ φύση γύρω θὰ σοὔδινε φαΐ λιτό, θρεπτικὸ, ἀπέριττο χωρὶς ἐπικίνδυνα πρόσθετα νὰ ἀπειλοῦν τὸν ὀργανισμό σου.
Τὸ τραγούδι θὰ σ' ἀλάφρωνε καὶ ἡ προσευχὴ θὰ σὲ δυνάμωνε νὰ τὰ βγάλεις πέρα στὴ βιοπάλη σου. Ὁ λόγος σου συμβόλαιο καὶ ὁ ἀγώνας γιὰ τὸ δίκαιο καθημερινὸς σύντροφός σου, μέσα σου καὶ γύρω σου.
Ὅμως ζεῖς σήμερα, μετὰ τὸ 1924 καὶ πολλὰ ἀπὸ αὐτά, μᾶλλον τὰ περισσότερα, δὲν συμβαίνουν. Εἶσαι Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος στὴν ταυτότητα ἀλλὰ αὐτὸ ἐνοχλεῖ καὶ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ ἐσένα τὸν ἀδιάφορο. Τὸ νιώθεις βαρύ, παλιομοδίτικο, ἐπαρχιώτικο, δὲ σὲ ἐκφράζει ἐσένα τὸν προοδευτικό, τὸν ἐπιστήμονα. Κάτι λοιπὸν πρέπει νὰ κάνουμε γὶ αὐτό. Ὁ μπάρμπα Σὰμ θὰ μεριμνήσει και πάλι γιὰ σένα, χωρὶς ἐσένα. Θα σοῦ δώσει μία καινούρια ἔκδοση ποὺ νὰ βολεύει πολλούς. Κοίτα εἶσαι χριστιανὸς ὀρθόδοξος ἀλλὰ μὴν τὸ παρακάνεις. Ἔχεις ἕνα ἡμερολόγιο παλιό, ἐμεῖς θὰ σοῦ δώσουμε καινούριο, πιὸ ἐπιστημονικό. Αὐτοὺς ποὺ λὲς Θεοφόρους Πατέρες ξέχασέ τους. Πατέρες καὶ οἱ σημερινοί, βέβαια λίγο μοντέρνοι, μισθωτοί, λίγο ἀδιάφοροι, δὲν σκοτίζονται γιὰ ἀλήθειες, γιὰ ἀκρίβειες γιὰ δόγματα καὶ παραδόσεις, γιὰ ἀγῶνες καὶ μαρτύρια. Θέλουν μόνο τὴν ἀγάπη. Ὅλοι νἄμαστε καλὰ στὶς λιμουζίνες μας, ἀγαπημένοι, μονιασμένοι, ὁ καθένας στὸν κόσμο του, γιὰ νὰ περνᾶμε καλύτερα. Τί σὲ νοιάζει ἐσένα νὰ ξέρεις σὲ τί Θεὸ πιστεύεις. Σημασία ἔχει νὰ περνᾶς καλά. Τί σὲ ἐνδιαφέρουν τὰ ἀρχαῖα, καὶ τὰ νέα καλὰ εἶναι. Σοῦ φτιάξαμε ἐμεῖς τὴ δημοτικὴ γιὰ νὰ μὴν δυσκολεύεσαι. Σὲ ἀπαλλάξαμε ἀπὸ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα γιὰ νὰ μὴ χάνεις τὴν ὥρα μὲ τὸ πνεῦμα σου. Καλύτερα ἀσχολήσου μὲ τὸ σῶμα σου. Γιὰ τὸ πνεῦμα σου φροντίζουμε ἐμεῖς στὶς στοές..., ξέρουμε ἐμεῖς καλύτερα, ἄλλωστε εἴμαστε ἀνώτεροί σου. Ἐσὺ χαλάρωσε μὲ λίγη τηλεόραση. Τώρα κοιμήσου ἥσυχος, θὰ σοῦ δώσουμε δάνειο γιὰ τὰ χρέη σου και μεταλλαγμένη τροφή γιὰ τὰ παιδιά σου. Γράψαμε νέα ἱστορία για την πατρίδα σου, γιὰ νὰ μὴν ἔλθεις σὲ δύσκολη θέση μὲ τοὺς γειτόνους σου καὶ πεῖς τὴν ἀλήθεια στὰ παιδιά σου... Ποῦ νὰ θυμᾶσαι τώρα τοὺς προγόνους σου. Πᾶνε τώρα τόσα χρόνια. Τὸ νοῦ σου ὅμως στὸν ἀγώνα τῆς ὁμάδας σου καὶ στὴ συνέχεια τῆς σαπουνόπεράς σου...
Πηγή: http://www.orthway.org
Πηγή: http://www.orthway.org
Πέμπτη 9 Μαΐου 2019
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !!! Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ...
Με την Ανάσταση του
διασκέδασε την επιστήμη της Χημείας,
διασκέδασε την επιστήμη της Χημείας,
Αυτός μετέτρεψε το νερό σε κρασί...
(Ιω. 2,1-11)
Στη Βιολογία,
γεννήθηκε χωρίς να έχει συλληφθεί
στη κοιλία της μητέρας Του
με τον φυσικό τρόπο...
γεννήθηκε χωρίς να έχει συλληφθεί
στη κοιλία της μητέρας Του
με τον φυσικό τρόπο...
(Ματθ. 1,18-25)
Στη Φυσική,
διέψευσε το νόμο της βαρύτητας,
όταν περπάτησε πάνω στα κύματα
και όταν ανελήφθη στους ουρανούς...
διέψευσε το νόμο της βαρύτητας,
όταν περπάτησε πάνω στα κύματα
και όταν ανελήφθη στους ουρανούς...
(Μαρκ. 6,49-51 )
Στην Οικονομία,
απέρριψε τη θεωρία των Μαθηματικών
όταν τάϊσε 5.000 άτομα έχοντας
μόνο πέντε άρτους και δύο ψάρια
και στο τέλος ακόμα περίσσεψαν
και δώδεκα κοφίνια γεμάτα...
απέρριψε τη θεωρία των Μαθηματικών
όταν τάϊσε 5.000 άτομα έχοντας
μόνο πέντε άρτους και δύο ψάρια
και στο τέλος ακόμα περίσσεψαν
και δώδεκα κοφίνια γεμάτα...
(Ματθ. 14,17-21)
Στην Ιατρική,
θεράπευσε αρρώστους,
παράλυτους και τυφλούς
χωρίς να τους χορηγήσει κανένα φάρμακο.
θεράπευσε αρρώστους,
παράλυτους και τυφλούς
χωρίς να τους χορηγήσει κανένα φάρμακο.
(Ματθ. 9,19-22 & Ιω. 9,1-15)
Η Ιστορία μίλησε για Αυτόν
πριν και μετά από Αυτόν.
πριν και μετά από Αυτόν.
Αυτός είναι το Άλφα και το Ωμέγα,
η αρχή και το τέλος.
η αρχή και το τέλος.
Αυτός ονομάσθηκε Θαυμαστός Σύμβουλος,
Άρχοντας Ειρήνης,
Βασιλιάς των Βασιλιάδων
και Κύριος των Κυρίων.
Άρχοντας Ειρήνης,
Βασιλιάς των Βασιλιάδων
και Κύριος των Κυρίων.
(Ησαΐας 9,6)
Καθώς είναι γραμμένο στην Βίβλο
ότι κανένας δεν φτάνει
στον Πατέρα τον ουράνιο
παρά μονάχα δια μέσω Αυτού.
ότι κανένας δεν φτάνει
στον Πατέρα τον ουράνιο
παρά μονάχα δια μέσω Αυτού.
Αυτός είναι η μόνη οδός.
(Ιω. 14,6)
Επομένως… Ποιός είναι Αυτός;;
Αυτός είναι ο Κύριος ,
ο Ιησούς Χριστός.
ο Ιησούς Χριστός.
Το πιο Ισχυρό πρόσωπο
στην Ιστορία όλου του κόσμου
ήταν ο Χριστός.
στην Ιστορία όλου του κόσμου
ήταν ο Χριστός.
Αυτός δεν είχε δούλους
και παρόλα αυτά
τον καλούσαν Κύριο.
και παρόλα αυτά
τον καλούσαν Κύριο.
Δεν είχε κανέναν τίτλο σπουδών
και ωστόσο
τον αποκαλούσαν Διδάσκαλο.
και ωστόσο
τον αποκαλούσαν Διδάσκαλο.
Δεν είχε φάρμακα
αλλά τον καλούσαν
Γιατρό ψυχών και σωμάτων.
αλλά τον καλούσαν
Γιατρό ψυχών και σωμάτων.
Δεν είχε στρατό
κι όμως
οι βασιλιάδες τον φοβόντουσαν.
κι όμως
οι βασιλιάδες τον φοβόντουσαν.
Δεν νίκησε ποτέ στρατιωτικές μάχες
και παρόλα αυτά
κατέκτησε τον κόσμο.
και παρόλα αυτά
κατέκτησε τον κόσμο.
Δεν διέπραξε κάποιο έγκλημα
κι όμως
σταυρώθηκε.
Ετάφη
και παρόλα αυτά
ΖΕΙ...
κι όμως
σταυρώθηκε.
Ετάφη
και παρόλα αυτά
ΖΕΙ...
Πέμπτη 11 Απριλίου 2019
Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019
Επιστολή Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου πρός τόν Καθηγούμενον τής Ι. Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους, Γαβριήλ - Η αλήθεια τήν οποίαν κρύβουν οι Οικουμενιστές.
Ομολογεί τήν γενομένην ψευδοένωση μέ τούς παπικούς (μέ τήν άρση τής ακοινωνησίας τό 1965) καί τήν αναγκαιότητα τής επιστροφής στό πατροπαράδοτον παλαιό ημερολόγιο.
Ἐν τῇ ἐν Πάρω Ἱερὰ Κοινοβιακὴ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας
τῇ 27/9ῃ Σεπτεµβρίου 1964.
τῇ 27/9ῃ Σεπτεµβρίου 1964.
Τῷ Πανοσιολογιωτάτῳ καὶ ἐν Κυρίῳ ἀγαπητῷ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ Γαβριήλ, Καθηγουµένῳ τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς Ἁγίου Διονυσίου χαίρειν καὶ εὖ πράττειν.
Ἐσωκλείστως ἀποστέλλω ὑμῖν δύο ἀντίγραφα ἐπιστολῆς µου, τῆς ὁποίας ἀποστέλλω καί ἄλλα ὅµοια ἀντίγραφα εἰς τοὺς Πανοσιωτάτους Ἡγουμένους τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἱερών Μονῶν Πάτµου, Μ. Σπηλαίου, ἁγ. Λαύρας κ.λπ. Διὰ τῆς ἐπιστολῆς μου τὴν ὁποίαν ἀφ' οὗ ἀναγνώσετε θὰ ἴδητε, ὅτι παρακαλῶ πάντας τοὺς Ἡγουµένους τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους καὶ τοὺς ἐν Ἑλλάδι, ὅπως πάντες προσέλθωσι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ἐν ἀγάπη, εἰρήνη, ὁµονοία, ἑνότητι πίστεως, καὶ µιᾷ γνώµῃ ψυχῇ τε καὶ καρδίᾳ κατὰ τὸ δεύτερον δεκαήμερον ἐρχομένου Ὀκτωβρίου εἰς Ἀθήνας καὶ ἀφ' οὗ ποιήσωμεν ἀγρυπνίαν καὶ ἐν συνεχείᾳ τὴν θείαν καὶ Ἱερὰν Μυσταγωγίαν, ζητήσωµεν πρῶτον τὴν παρὰ Θεοῦ πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν εἰρήνην ὑπὲρ τοῦ σύµπαντος κόσμου, τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, δεύτερον συντάξωμεν καὶ ὑποβάλλωμεν ὑπόµνηµα εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον καὶ εἰς τὴν σεβαστὴν Κυβέρνησιν καὶ ζητήσωµεν τὴν εἰρήνην καὶ ἑνότητα τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας διὰ τῆς καταργήσεως τῆς ἀντικανονικῆς καὶ παρανόµου εἰσαγωγῆς τοῦ νέου παπικοῦ ἑορτολογίου, ἥτις διήρεσε τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος εἰς δύο ἐκκλησίας ἐναντιουµένας καὶ διαµαχοµένας, τὴν τῶν παλαιοημερολογιτῶν καὶ τὴν τῶν νεοημερολογιτῶν καὶ τὴν ἐπαναφορὰν τοῦ Ὀρθοδόξου παλαιοῦ ἑορτολογίου,
τὸ ὁποῖον ἐσεβάσθησαν
7 Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι καὶ διπλάσιαι τοπικαί, ἡ δὲ Ὀρθόδοξος Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία διετήρησεν ἐπὶ 19 αἰῶνας. Παρακαλῶ δι᾽ ἀγάπην Θεοῦ καὶ τῆς Μητρὸς ἡμῶν Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἵδρυσε καὶ ἐθεμελίωσεν Αὐτὸς ὁ Θεάνθρωπος καὶ Φιλάνθρωπας Κύριος ἡμῶν ᾽Ι. Χριστός, καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ Καλλίνικοι Μάρτυρες καὶ οἱ Θεοφόροι Πατέρες μὲ πολλοὺς ἀγῶνας, κόπους, ἱδρῶτας καὶ μὲ τὴν ἔκχυσιν τῶν αἱμάτων των τὴν ἐπορφύρωσαν καὶ μᾶς τὴν παρέδωκαν Καθαράν, Ἁγίαν, Ἄμωμον, ἀκηλίδωτον, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα. Δέομαι καὶ ἱκετεύω ὑμᾶς, ἀδελφὲ ἐν Κυρίῳ ἀγαπητὲ Γαβριήλ, καί δι᾿ ὑμῶν πάντας τοὺς ἀδελφούς, Ἡγουμένους, Πρεσβύτας καὶ μοναχοὺς Ἁγιορείτας νὰ ἀναλάβετε μετὰ πολλοῦ ζήλου, Πίστεως καὶ προθυμίας τὸν καλὸν ὑπὲρ τῆς ἑνότητος, τῆς εἰρήνης καί τῆς διαφυλάξεως τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας ἀγῶνα. Θὰ εἶναι μεγίστη ἡ εὐθύνη καὶ ἑνοχή μας, ὅταν οἱ μὲν ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀγωνίζωνται, κοπιοῦν, μοχθοῦν νὰ τὴν κρημνίσουν, νὰ τὴν ξεθεμελιώσουν νὰ τὴν παραδώσουν εἰς λύκους, καὶ ἡμεῖς νὰ κοιμώμεθα ἀμέριμνοι. Ἂς μιμηθῶμεν, Σεβάσμιοι Πατέρες καὶ ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, τοὺς τοῦ Ἁγίου Ἀγγελικοῦ σχήματος ὁμοσχήμους Ἁγίους Πατέρας ἡμῶν, Ἀντωνίους, Εὐθυμίους, Σάββας, Θεοδοσίους, Δαμασκηνούς, Στουδίτας, οἵτινες, ὁσάκις ἔβλεπαν κίνδυνον, ἢ πόλεμον κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἐγκατέλιπον τὰς ἐρήμους, τὰς Μονὰς καί ἔσπευδον ὡς καλοὶ καὶ εὐγνώμονες στρατιῶται καὶ εἰσήρχοντο εἰς τὸ στάδιον τῶν ἀγώνων καταφρονοῦντες καὶ αὐτὸν τὸν θάνατον ὑπὲρ τῆς ἀληθοῦς πίστεως καὶ γενόμενοι συμβοηθοὶ καὶ συμπολεμισταὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, Ἀρχιερέων καὶ διδασκάλων ἡμῶν Ἀθανασίων, Βασιλείων, Γρηγορίων, Χρυσοστόμων, Μεθοδίων, Ταρασίων, Νικηφόρων, Φωτίων, Παλαμάδων, ἐνίκησαν τῇ βοηθείᾳ τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ (τὴν ὁποίαν πάντοτε ἐπεκαλοῦντο) κατὰ κράτος τοὺς ἐχθρούς, τοὺς δυσσεβεῖς καὶ μιαροὺς αἱρετικούς, τοὺς λυσσώδεις λύκους, καὶ μακρὰν ἀπήλασαν τῆς Ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Τούτους ἂς μιμηθῶμεν καὶ ἡμεῖς ἀδελφοὶ καὶ εὐθαρσῶς καὶ ἀνδρείως ἂς ἀναλάβωμεν τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν καὶ ἔχοντες σύμμαχον τὸν Παντοδύναμον Θεόν, τὴν προστασίαν καὶ βοήθειαν τῆς Πανυμνήτου καὶ Πανυπεράγνου Μητρὸς Αὐτοῦ, τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Πάντων τῶν Ἁγίων θὰ νικήσωμεν τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας.
Δὲν πρέπει ἀδελφοὶ νὰ σιωπήσωμεν εἰς τὸν ἐμπαιγμὸν καὶ τὴν καταφρόνησιν ἡ ὁποία γίνεται εἰς τὴν Ἁγίαν μας ᾽Εκκλησίαν μὲ τὸ νέον παπικὸν ἡμερολόγιον, τὸ ὁποῖον εἰσήγαγεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν οὐχὶ Οἰκουμενικὴ ἢ Τοπικὴ Σύνοδος, ἀλλ’ ἕνας Πατριάρχης μασσῶνος, νεωτεριστής, περισσότερον προτεστάντης, παρὰ Ὀρθόδοξος, ὁ Μελέτιος Μεταξάκης. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ὥρισαν ἀπὸ τὴν Κυριακὴν τῆς Πεντηκοστῆς ἄχρι τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων κατάλυσιν εἰς πάντα καὶ μετὰ τὴν Κυριακὴν τῶν Ἁγίων Πάντων νηστείαν (Ἀποστολ. Διαταγ. βιβλ. Ε' κεφαλ. Κ'). Τὸ τρέχον ἔτος ἡ νηστεία τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων ἦτο ἡμέρας 13 μὲ τὸ παλαιὸν ἑορτολόγιον, μὲ τὸ νέον παπικὸν ἦτο ἡμέρας 0. Ἡ δὲ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἑλλάδος ὥρισε τριήμερον νηστείαν κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας ποὺ ὁρίζουν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι κατάλυσιν εἰς πάντα, καὶ κατάλυσιν εἰς πάντα τὰς ἡμέρας ποὺ ὁρίζουν νηστείαν! Τὶ σημαίνει αὐτό, σημαίνει καταφρόνησιν καὶ ἐμπαιγμόν. Ὁ Θεοκ. Ἀπόστ. Παῦλος λέγει· «εἴ τις εὐαγγελίζεται παρ’ ὃ παρελάβετε ἀνάθεμα ἔστω». (Γαλ. α’ 9). Δὲν εἶναι οὔτε ὀρθὸν οὔτε λογικὸν τὸ Οἰκουμεν. Πατριαρχεῖον καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ ἀκολουθῇ δύο ἡμερολόγια, μὲ τὸ νέον νὰ ἀκολουθῇ τὰς ἀκινήτους ἑορτάς, καὶ μὲ τὸ παλαιὸν τὰς κινητάς, οὔτε νὰ ἑορτάζῃ τὸ Πάσχα Μάϊον, ἀλλ᾽ οὔτε ἐφ’ ὅσον τὸ Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων, καὶ ὅλαι αἱ ’Ορθόδοξοι Ἐκκλησίαι, τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ χιλιάδες Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων ἀκολουθοῦν καὶ ἐμμένουν εἰς τὸ παλαιόν, αὐτὴ νὰ ἀκολουθῇ τὸ νέον. Δι᾽ ὅλα αὐτὰ καὶ δι᾿ ἄλλα πολλὰ κακά, ἄτοπα, σκάνδαλα, ἔρεις, φθόνους, κατακρίσεις, συκοφαντίας ἅτινα προεξένησεν ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ νέου παπικοῦ ἑορτολογίου, ἔχομεν καθῆκον καὶ ἱερὰν ὐποχρέωσιν ἡμεῖς οἱ μοναχοὶ καὶ ὅσοι ἄλλοι πονοῦν τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐπιθυμοῦν τὴν εἰρήνην καὶ ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας, νὰ διαμαρτυρηθῶμεν, νὰ φωνάξωμεν, νὰ ζητήσωμεν τὴν ἐπαναφορὰν τοῦ ἑορτολογίου, τὴν εἰρήνην, τὴν ὁμόνοιαν τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ λυτρωθῶμεν τῆς ἐπερχομένης ὀργῆς τοῦ Κυρίου ἥτις ταχὺ ἔρχεται ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας.
Παρακαλῶ μόλις λάβετε τήν παροῦσαν μου γνωστοποιήσατε εἰς πάντας τοὺς Ἡγουμένους καὶ προεστῶτας τῶν Ἱ. Μονῶν καὶ Σκήτεων καὶ ἐκ μοναχῶν τοὺς λογιωτέρους καὶ θερμοτέρους εἰς τὴν πίστην καὶ ἱερὰς παραδόσεις καὶ ὁρίσατε ἡμέραν συνελεύσεως ἐν Ἀθήναις καὶ ἀπαντήσατέ μοι διὰ νὰ ποιήσω γνωστὸν εἰς τοὺς ἐν Ἑλλάδι Ἡγουμένους, ὅπως προσέλθωσι. Ὅσοι τῶν Ἡγουμένων δὲν θὰ δυνηθῶσι νὰ προσέλθωσι ἂς παραστῶσι δι᾽ ἀντιπροσώπων· συντάξατε δὲ καὶ τὸ υπόμνημα κατόπιν προσευχῆς.
Εἰς πάντας τοὺς ἀδελφοὺς τὸν ἀδελφικὸν ἀσπασμὸν καὶ τὰς εγκαρδίους μου εὐχάς.
Μετ᾽ ἀδελφικῆς ἀγάπης
Ἀρχιμ. Φιλόθεος
Υ. Γ. Μὴ βραδύνωμεν· οὐ γὰρ οἴδαμεν τὶ τέξεται ἡ ἐπιοῦσα.
Πηγή:
https://entoytwnika1.blogspot.com/2019/03/blog-post_56.html?m=1
Πηγή:
https://entoytwnika1.blogspot.com/2019/03/blog-post_56.html?m=1
- Π. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ,
''Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ'',
ΕΚΔ. 2014, ΣΕΛ. 279-283
''Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ'',
ΕΚΔ. 2014, ΣΕΛ. 279-283
Τρίτη 12 Μαρτίου 2019
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ ΤΟΥ ΜΥΡΟΒΛΗΤΟΥ - ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΙ ΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΟΓΔΟΪΤΑΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΟΡΟΥΣ, ΜΕΡΟΣ Γ'.
ΜΕΡΟΣ Γ'.
Περὶ τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Νείλου.
Οἱ πατέρες τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων, καὶ οἱ κάτοικοι τοῦ κελλίου τῶν Σπανῶν, διὰ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Νείλου, ἠθέλησαν νὰ κτίσουν ἐκκλησίαν εἰς τὸ σπήλαιον, ἐπειδὴ καὶ συνέτρεχον πολλοὶ ἀδελφοὶ ἐκεῖ, ἀπὸ τὴν εἰς τὸν ἅγιον εὐλάβειαν. Ὅθεν λαβόντες ἄδειαν ἀπὸ τὴν Λαύραν, ἤρχισαν νὰ σκάπτουν τὰ θεμέλια καὶ σκάπτοντες εὑρέθη τὸ Ἅγιον λείψανον τοῦ Ἁγίου Νείλου ἔν ἔτει 1815 τῇ 7ῃ Μαΐου μηνὸς καὶ εἰδοποίησαν εἰς τὸ μοναστήριον καὶ ἔπεμψαν οἱ προεστῶτες δύο ἀδελφοὺς καὶ ἔφερον μὲ λαμπάδας τοῦ Ἁγίου τὸ λείψανον.
Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος: " Ἐὰν ἐξακολουθήσωμεν ἀκολουθοῦντες τὸ παπικὸν ἡμερολόγιον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπαλλαγῶμεν τοῦ ἀναθέματος." Βιβλίο του περί Ημερολογίου.
ΑΡΧΙΜ. ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ Ι. Μ. ΖΩΟΔ. ΠΗΓΗΣ ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΑΣ ΠΑΡΟΥ
"ΤΟ
ΝΕΟΝ ΠΑΠΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΑΥΤΟΥ"
ΝΕΟΝ ΠΑΠΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΑΥΤΟΥ"
«Εἴ τις πᾶσαν παράδοσιν ἔγγραφον ἤ ἄγραφον ἀθετεῖ, ἀνάθεμα».
(Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος).
ΕΚΔΟΣΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ "ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ", Θεσσαλονίκη.
«Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια». (Γαλ. Ε΄ 22)
Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ ΤΟΥ ΜΥΡΟΒΛΗΤΟΥ - ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΙ ΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΟΓΔΟΪΤΑΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΟΡΟΥΣ, ΜΕΡΟΣ Β'.
Κατὰ τὸ ἔτος 1814 τὴν 24 Φεβρουαρίου ἐφάνη πρὸς αὐτὸν ὁ ἅγιος καθημένου αὐτοῦ εἰς καλύβην του, καὶ ἐργοχειροῦντος, ἤκουσεν φωνὴν ἔξωθεν λέγουσαν «πάτερ, πάτερ, ὦ πάτερ». Ὁ δὲ Θεοφάνης ἐξελθὼν ἔξω βλέπει ἕνα Γέροντα εἰς σχῆμα τραγοβοσκοῦ, κρατοῦντος ράβδον καὶ λέγει του, «Ἔχεις φωτίαν διότι ἐκρύωσα;», ὁ δὲ Θεοφάνης τοῦ λέγει «Ἔχω, εἴσελθε.» Καὶ εἰσελθὼν ὁ γέρων ἐστάθη ἔμπροσθεν τοῦ προσκυνηταρίου ἀναγινώσκων τὸν στίχον τοῦ ψαλμοῦ· «Ἡ βασιλεία σου, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων» κ.λ.π. καὶ τελειώσας τὰς ὥρας, ἄρχισε τοὺς 24 οἴκους τοῦ Ἀκαθίστου ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, ποιῶν μετάνοιαν εἰς τὸ τέλος ἑνὸς ἑκάστου οἴκου. Τελευταῖον δὲ εἶπε «Ὦ Πανύμνητε Μήτηρ φύλαττε τὴν ἀπέναντι Σκήτην Καυσοκαλύβης καὶ μνήσθητι τοῦ Δικαίου αὐτῆς Ἀμβροσίου μοναχοῦ, καὶ πάσης τῆς ἐν Χριστῷ αὐτοῦ ἀδελφότητος». Τρίτον δὲ εἶπε «Ὦ Πανύμνητε Μῆτερ διαφύλαττε τὴν νέαν (καλύβην - συμπλήρωμα ιστολογίου) ταύτην καὶ μνήσθητι τοῦ Θεοφάνους μοναχοῦ, καὶ τῆς ἐρχομένης ἀδελφότητος», εἶτα λέγει τοῦ Θεοφάνη «Εἰπέ καὶ σὺ τὸ 'τῇ ὑπερμάχῳ'», λέγει του ὁ Θεοφάνης «Ἀγράμματος εἶμαι καὶ δὲν τὸ ἠξεύρω»· ὁ δὲ ἅγιος ἀποσώσας ἔκαμε τὴν ἀπόλυσιν λέγων «Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, τῶν ἐν τῶ ὄρει τούτῳ ἀσκήσει λαμψάντων, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὴν δέησην τῆς ἁγίας σου Μητρὸς καὶ ἀποδίωξον τοὺς ἐναντίον ληστὰς ὅπου μᾶς ἀντιφέρονται καὶ κινδυνεύει τὸ ὄρος τοῦτο καὶ ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.» Ταῦτα ηὐχήθη ὁ Ἅγιος , διότι κατέτρεχον τότε οἱ Ἀλβανοὶ τὸ ὄρος καὶ νοητῶς οἱ δαίμονες. Ἐποίει δὲ τὸν σταυρὸν του ὁ Ἅγιος ὅταν ἐφαίνετο, ἵνα μὴ δείξει ὅτι εἶναι φαντασία δαίμονος εἶτα στραφεὶς πρὸς τὸν Θεοφάνη εἶπε συνήθως τὸ «εὐλόγησον», λέγει του ὁ Θεοφάνης «Καλῶς ἦλθες, ἐλθὲ νὰ πυρωθῇς.» Ὁ δὲ ἅγιος μὴ ἔχων ἀνάγκην πυρᾶς εἶπεν «Ἂς πηγαίνω, διότι τὰ ζῶα εἶναι σκορπισμένα.» Ὁ δὲ Θεοφάνης εἶπε «Σὺ ἦλθες διὰ νὰ πυρωθῇς καὶ τώρα φεύγεις;» Τότε ὁ Ἅγιος ἐκάθισε καὶ βλέψας τὰ σκεύη τῆς καλύβης εἶπε: «Πραγματευτὴς εἶσαι; Τὶ τὰ θέλεις τόσα πράγματα; Ὁ ἡσυχαστὴς πρέπει νὰ εἶναι ἀκτήμων, ἀμὴ δὲν φοβεῖσαι καὶ ἀπὸ τοὺς κλέπτας καθήμενος εἰς τὴν ἔρημον;» Ὁ δὲ Θεοφάνης ἀπεκρίθη «Τὶ ποιήσω πάτερ, ὅτι ὅλα μοῦ χρειάζονται;» καὶ τοῦ διηγήθη τοῦ ἁγίου ὅσα προεγράψαμεν, ὁ δὲ ἅγιος ἤκουεν. Ἔπειτα τοῦ λέγει: «Βλέπεις λοιπὸν πόσας εὐεργεσίας ποιεῖ εἰς τὸν ἄνθρωπον ὁ Θεός; Μὴ φανεῖς λοιπόν ἀχάριστος εἰς ὅλα αὐτά.» Ὁ Θεοφάνης εἶπε «Καὶ τὶ ποιήσω, ἵνα εὐαρεστήσω εἰς τὸν Θεόν;» Ὁ Ἅγιος εἶπεν «Ἄν θέλεις νὰ μάθῃς, ἐγὼ σοῦ λέγω, πλὴν ὄχι μόνον νὰ ἀκούσῃς ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ κάμῃς»· ὁ Θεοφάνης εἶπε «ὑπόσχομαι». Ἀπεκρίθη ὁ ἅγιος «Ὦ ἄνθρωπε, πῶς τολμᾶς νὰ ὑπόσχεσαι χωρὶς ἐξέτασιν; Διότι, ἐὰν εἶμαι πλᾶνος καὶ ἤθελον σοῦ εἰπῆ νὰ βλασφημήσῃς εἰς τὴν Θεοτόκον, ἢ εἰς τοὺς ἁγίους, τί ἤθελες ποιῆσαι;» Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν ἐπέπληξε πολλὰ τοῦ λέγει «Ἰδοῦ σοῦ λέγω ἐκεῖνο ποὺ ἐζήτησες, βλέπε ὅμως νὰ μὴ ψευσθῇς. Πρῶτον ὅμως κάμνει χρεία νὰ μὴν ἔχεις μῖσος εἰς τινα, καὶ ὅταν συνγχυσθῇς μέ τινα, νὰ κάμῃς συνδιαλλαγήν, νὰ συγχωρηθῇς χωρὶς νὰ κρατῇς εἰς τὴν καρδίαν σου ἔχθραν, ἀλλὰ νὰ τοῦ βάνῃς μετάνοια.» Ὁ δὲ Θεοφάνης εἶπεν «Τί νὰ κάνω πάτερ, ὅπου ἔρχονται τινὲς ἀδελφοὶ καὶ μὲ ταράττουν, διότι μαζώνω τά μάλαθρα καὶ αὐτοὶ δὲν εὑρίσκουν;» Λέγει του ὁ Ἅγιος «Τοῦ σατανᾶ ἐνέργεια εἶναι, πλὴν καὶ σὺ βάλε τὸ ἀντιφάρμακο καὶ μὴ μαζώνῃς, οὔτε νὰ τρώγῃς ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἂς χορτάσουν.» Ὁ Θεοφάνης εἶπεν «Καὶ ἐὰν ἐγὼ μὴ μαζώνω, ἐκεῖνοι ὑποπτεύονται πὼς μαζώνω;», λέγει του ὁ Ἅγιος «Φυλάττου ἀπὸ τὸν Μεθόδιον ὅπου θεοποιεῖ τὸν πώγωνα τῶν γενείων του, τὰ ὁποῖα μᾶλλον βλάπτουν, ὅτι αὐτὸς δὲν θέλει νὰ ἀκούσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Νείλου, πλὴν νὰ κάμῃ κακὸν δὲν δύναται, μόνον τὴν κακίαν του δείχνει. Ἔχε ὅμως ὑπομονὴν εἰς ὅλα καὶ φθάνει σε τὰ ὅσα κακὰ πού ἔκαμες ἕως τώρα, τὰ ὁποῖα ἡ ὄψις σου φανερώνει, ὅτι εἶσαι πόρνος εἰς τὰ πάθη κοιτόμενος καὶ μὲ τὰς κακοπραγίας σου γίνεσαι ἀρνητὴς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.» Τότε ὁ Θεοφάνης εἶπε «Ἀληθῶς πάτερ, ὅσα εἶπες ὅλα τὰ ἔπραξα ὁ ταλαίπωρος», καὶ ἄρχισε καὶ τοῦ ἐξομολογήθη ὅλας του τὰς ἁμαρτίας. Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος «Τὰ γινόμενα οὐκ ἀπογίνονται, μόνον φυλάττου εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴ μολυνθῇς πλέον.» Τότε τοῦ λέγει ὁ Θεοφάνης «Διατὶ εἶπες τὸν Μεθόδιον θεικογένην;»· ὁ Ἅγιος εἶπεν «Ἐπειδὴ θεοποιεῖ τὰ γένεια του, καὶ εἰς αὐτὰ ἔχει τὴν ἐλπίδα του, καὶ πῶς εἰς αὐτά κρέμαται ἡ σωτηρία του. Σὺ ὅμως μὴ δέχεσαι τὰ δῶρα του, ἐπειδὴ εἶναι ξένοι κόποι, τῶν προσκυνητῶν, ἀδούλευτοι. Πρόσεχε νὰ μὴ στέλνῃς γράμματα εἰς τὸν κόσμον, εἰς τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους σου, οὔτε νὰ ἐμβαίνῃς εἰς τὸ Ἅγιον βῆμα νὰ ὑπηρετῇς τὸν ἱερέα, ὡς ἀκάθαρτος ποῦ εἶσαι. Ὅταν ὑπάγῃς εἰς ἀγρυπνίαν, ἢ λειτουργίαν νὰ στέκεσαι εἰς τὸ στασίδιον ἴσια μὴ ἀκουμβίζων τοὺς πόδας σου νὰ βλέπῃς χαμαὶ καὶ χωρὶς ἐπανωφόριον καὶ ἐπανωκαλύμαυχον νὰ μὴ περιπατῇς εἰς τὴν Σκήτην, οὔτε εἰς τὸ Κυριακὸν νὰ ἐμβαίνῃς, καὶ ὕστερον ἀπὸ ὅλους νὰ ἐβγαίνῃς. Περί τῶν φαγητῶν δὲ νὰ φυλάττεσαι ἀπὸ πολυποίκιλα φαγητὰ νὰ μὴ σκοτίζεται ὁ νοῦς σου. Ἕνα μόνον φαγητὸν νὰ μετέρχεσαι. Οἶνον ποσῶς νὰ μὴ πίνῃς, νὰ δυναμώνῃς τὰ πάθη τῆς σαρκός σου. Φακὴν νὰ τρώγῃς καθὼς καὶ οἱ παλαιοὶ πατέρες. Ἄπεχε ἀπὸ ὀπώρας καὶ ἡδονικὰ, κάρυα μόνον καὶ σῦκα ξηρὰ νὰ τρώγῃς, ἔλαιον δὲ τὸ Σαββατοκύριακον καὶ τὰς ἑορτὰς κατάλυε, ἄρτον καὶ λάχανα καὶ πουλουγοῦρι ἀπὸ σῖτον. Τὰς πέντε ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος νὰ τρώγῃς χυλὸν κουρκούτι ἢ μᾶλλον ἡμέραν παρ’ ἡμέραν ἀλλάσσοντας τὸ φαγητόν· περισσότερον ὅσον δύνασαι μονοφαγίαν, καὶ μετὰ τὴν ἐννάτην νὰ τρώγῃς. Να μὴ μένῃς ἀργός, μὲ εὐταξίαν νὰ περιπατῇς καὶ χωρὶς συμβουλὴν νὰ μὴ πηγαίνῃς πουθενά. Καὶ νὰ πηγαίνῃς νὰ ἀνάπτῃς τὴν κανδήλαν τοῦ Ἁγίου Νείλου λέγει, καὶ νὰ καλλιεργήσῃς τὸν δρόμον τοῦ σπηλαίου, νὰ κατεβαίνουν οἱ ἀσθενεῖς γέροντες, καὶ νὰ εἰπῇς εἰς τοὺς μοναχοὺς τοῦ Κελλίου ἐκείνου τῶν Σπανῶν, νὰ ἀφήσουν τὰ μελίσσια καὶ μόνον εἰς τὸ ἐργόχειρόν των νὰ καταγίνωνται καὶ τὴν ἀκολουθίαν καὶ τὸν κανόνα των νὰ μὴ ἀφήνουν, καὶ νὰ ἀπαρατήσουν τὸ ψάρευμα τῆς θαλάσσης, διότι ἐξ αἰτίας τοῦ ψαρεύματος ὁ Γέροντάς των βιάζει τὴν λειτουργίαν, καὶ παραδράμει μερικὰς εὐχὰς τῆς λειτουργίας, ὅπου ἔχει νὰ δώσῃ λόγον εἰς τὴν ὥραν τοῦ θανάτου του. Λυποῦμαι πολλὰ δι'αὐτοὺς τοὺς ἀθλίους, ἀλλὰ τὶ νὰ τοὺς κάμω; Μόνον εἰπὲ εἰς αὐτοὺς αὐτὰ καὶ ἂν δὲν ἀκούσουν νὰ ἀφήσουν τὸ ψάρευμα, ὅταν πνιγῇ ἕνας ἀπ’αὐτούς, τότε θέλουν γνωρίσει τὸ πταίσιμόν τους (τὸ ὁποῖο ἔγινεν ὕστερον), προτοῦ ὅμως γίνει, ἂς προσέχουν καὶ ἂς κάμουν καθὼς σοῦ λέγω.» Τότε ὁ Θεοφάνης ἀπὸ τοὺς λόγους ἐγνώρισεν ὀλίγον ὅτι ἦτο ὁ Ἅγιος Νεῖλος, ὁποῦ τοῦ ἐλάλει καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν «Αμὴ ὅταν τοὺς εἰπῶ αὐτὰ καὶ μὲ ἐρωτήσουν, τὶς σοὶ τὰ εἶπε; Τὶ νὰ τοῖς εἰπῶ;» Λέγει του ὁ Ἅγιος «Τοσάκις μὲ εἶδες καὶ συνωμιλήσαμεν, καὶ δὲν ἠξεύρης ἀκόμα ποῖος εἶμαι;» Ὁ Θεοφάνης εἶπε «Ἄραγε μήπως εἶσαι ὁ Ἅγιος Νεῖλος;»· λέγει του ὁ Ἅγιος «Στοχάσου καλῶς ποῖος εἶμαι, ἐκεῖνο ὅπου βλέπεις, βλέπε, πλὴν ὅτι σοὶ εἶπον ποίησον, καὶ μετ’ ὀλίγον θέλεις γνωρίσει τὶς εἶμαι.» Καὶ εὐθὺς ἠκούσθη βροντὴ ἔξωθεν τῆς καλύβης του, ὡσὰν νὰ ἐκρημνήσθη πεζούλιον, καὶ ἐξῆλθε ὁ Θεοφάνης νὰ ἰδῇ καὶ δὲν εἶδε τίποτε· εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸ καλύβιον οὐδένα εὗρε, εὗρε μόνον ἕνα μικρὸν χαλκοτζίκιον εἰς τὸν τόπον ὅπου ἐκάθητο ὁ ἅγιος περὶ τοῦ ὁποίου λέγομεν τὸ αἴτιον.
Περὶ τοῦ χαλκοτζικίου
Ὁ Πνευματικὸς παπα-Τιμόθεος ἀσθενήσας καὶ γνωρίσας τὸν θάνατόν του ἔκαμε διαθήκην, διωρίσας τὸ τὶ νἀ λάβῃ ἕκαστος ἀπὸ τὴν συνοδείαν του ἐξ ὦν ὁ εἷς παπα-Θεοδώρητος καὶ ὁ ἕτερος παπα-Γεράσιμος. Ὁ γοῦν Θεοδώρητος πλεονεκτήσας ἔλαβε καὶ ἄλλα περισσότερα τοῦ μεριδίου του καὶ ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Ξενοφωντικὴν Σκήτην. Εἶτα ἔγραψεν νὰ τοῦ στείλουν καὶ αὐτὸ τὸ χαλκοτζούκιον ὡς ἰδικόν του καὶ τὸ ἔδωκεν τοῦ Θεοφάνους νὰ τὸ ὑπάγῃ. Ἀπερχόμενος δὲ ὁ Θεοφάνης κατὰ τὸ Ρωσσικὸν μοναστήριον, ἐκάθισεν εἰς μίαν βρύση νὰ φάγῃ ὀλίγον ἄρτον καὶ φανεὶς ὁ Ἅγιος εἰς σχῆμα μοναχοῦ ἀγνώστου ἤρξατο ψηλαφῶν τὸν τουρβὰν λέγων, ὅτι ἔχεις ἰδικόν μου πρᾶγμα μέσα (τὸ ἐξ’ ἀδικίας). Ὁ δὲ Θεοφάνης τοῦ ἔδειχνε τὸ ἐπάνω τοῦ τορβᾶ, τὸ δὲ κάτωθεν ὅπου ἦσαν σαλιάγγοι καὶ τὸ χαλκοτζούκιον τὸ ἔκρυπτεν. Τότε ὁ ἅγιος βαλὼν τὴν χεῖρα του ἔβγαλε τοὺς σαλιάγγους καὶ βλέπων αὐτοὺς ἐσυγχαίνετο, διότι οἱ πρώην πατέρες ὡς ἀκάθαρτους τοὺς εἶχον αὐτοὺς καὶ δὲν τοὺς ἔτρωγον καὶ εἶπε τοῦ Θεοφάνη, «Τὶ τὰ θέλεις αὐτά;»· εἶτα ἔβγαλε καὶ τὸ χαλκοτζούκιον λέγων ὅτι ἦτο ἰδικόν του τῆς Σκήτης, καὶ ἁρπάσας αὐτὸ ἔγινεν ἄφαντος. Ἀπελθὼν δὲ ὁ Θεοφάνης πρὸς τὸν Θεοδώρητον τοῦ ἀνήγγειλε τὸ συμβὰν καὶ ἀπόρρησεν. Ὅταν δὲ εὗρεν αὐτὸ εἰς τὴν καλύβην του, ἐγνώρισεν τὴν πλεονεξίαν καὶ ἀδικίαν τοῦ Θεοδωρήτου, καὶ ἔγνω ὅτι ὁ ἅγιος Νεῖλος ἦτο ὅπου τὸ ἥρπασε καὶ τὸ ἔδωκε τοῦ παπα-Γερασίμου. Εἶτα ἀπελθὼν εἰς τὸ κελλίον τῶν Σπανῶν, ἀνήγγειλεν εἰς τοὺς ἐκεῖ μοναχοὺς, τὰ ὅσα παρήγγειλεν ὁ ἅγιος Νεῖλος νὰ τοὺς εἰπῆ, ἀλλὰ οὐκ ἤκουσαν. Ὅθεν ἀπιστήσαντες ἐμβῆκαν εἰς τὴν βάρκαν ψαρεύοντες καὶ ἔπνίγη εἷς ἐξ’αὐτῶν.
Περὶ τοῦ πειρασμοῦ ὅπου συνέβη τοῦ Θεοφάνη
Μίαν ἡμέραν ὁ Θεοφάνης ἐπῆγεν εἰς τὴν Λαύραν καὶ εἶδεν ἐκεῖ ἕν παιδίον ἀγένειον καὶ ὡς ἀσθενὴς ποὺ ἦτον ἐσκανδαλίσθη. Κατὰ τὴν πρώτην ἑβδομάδα τῆς μεγάλης τεσσαρακοστῆς συνάξας μερικὰ μάλαθρα καὶ ἀπήρχετο νὰ τὰ προσφέρῃ τοῦ ἀρχιμανδρίτου Ναθαναήλ, καὶ καθ’ ὁδὸν ἤκουσεν θόρυβον ὄπισθέν του, ὅπου ἔλεγον, ἄφησε αὐτὸν νὰ πηγαίνῃ ἔμπροσθεν καὶ ἐπληγώθη, καὶ μὲ κόπον πολὺν ἦλθεν εἰς τὴν θύραν τῆς Μονῆς ἐσκοτισμένος, καὶ ὅλην τὴν νύκτα εὑρίσκετο ἀπὸ αἰσχροὺς λογισμοὺς κυριευμένος. Ὅταν δὲ ἔκρουσε τὸ σήμαντρον ἐκίνησε διὰ τὴν ἐκκλησίαν, καὶ σκοτιζόμενος ἦλθεν εἰς τὸν Νάρθηκα τῆς Πορταϊτίσσης δεόμενος τῆς Θεοτόκου νὰ τὸν βοηθήσῃ. Ὅταν δὲ ἐξημέρωσε τοῦ ἐφάνη εἷς μοναχὸς καὶ τὸν ἠρώτησε πόθεν ἦτο, καὶ διατὶ περιπατεῖ χωρὶς γέροντα καὶ χωρὶς ὑπόθεσιν; Ὁ δὲ ἀπεκρίθη ὅτι εἶχεν ὑπηρεσίαν. Λέγει του ὁ μοναχός, «Ἐδῶ ὅταν τὶς ἔρχεται μὲ εὐλάβειαν καὶ φόβον ἔρχεται, διότι ἡ βασίλισσα εὑρίσκεται ἐδῶ μέσα! Καὶ πῶς ἐσὺ ἔρχεσαι μὲ ἀδιαφορίαν;» καὶ πιάσας αὐτὸν τῆς χειρὸς τὸν ἔσυρεν ἕως τὴν ἐξώθυραν καὶ τὸν ἐξέβαλεν καὶ ὑπέστρεψεν εἰς τὴν καλύβην του. Ὁ δὲ δαίμων ἐσχηματίσθη εἰς εἶδος νέου τινὸς Λαναρᾶ καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ κελλίον του καὶ ἐγυμνώθη ἔμπροσθέν του, καὶ τὸν ἐκάλει εἰς αἰσχρὰν μίξιν μὲ ἄσεμνα σχήματα, ὁ δὲ Θεοφάνης ὡς ἀσθενὴς συγκατένευσεν εἰς ἁμαρτίαν. Καὶ παρευθὺς ἐμβρόντησεν ἡ θύρα καὶ ἤκουσεν φωνὴν λέγουσαν, «Τὶ βούλεσαι νὰ κάμῃς ἄθλιε; Ἀπὸ τὴν ἀπροσεξίαν σου τὰ παθαἱνεις ὅλα αὐτὰ». Καὶ μὲ τὴν φωνὴν κατηργήθη ὁ δαίμων καὶ εἶπεν· ἤξευρα ἐγὼ τὶ ἤθελον σοῦ κάμει, ἀλλὰ τὶ νὰ κάμω;». Καὶ εὐθὺς ἔγινεν ὄφις ἔχιδνα καὶ περιεπάτει εἰς τὸ κελλίον, εἶτα ἐκαμάρωσεν ὁ ὄφις καὶ ἔγινεν ἄφαντος, ἡ δὲ καλύβη ἐβρώμισεν ὡς καπνὸς θειαφίου. Τότε ἐγνώρισεν ὁ Θεοφάνης ὅτι ἦτο ὁ δαίμων. Καὶ ὅταν ἐκοιμήθη εἶδεν εἰς τὸ ὅραμα πὼς τὸν ἐκράτησαν ἑπτὰ μοναχοὶ καὶ τὸν παρέστησαν εἰς τὸν ἀρχιμανδρίτην τῆς Λαύρας ὅστις ἔνευσε καὶ τὸν ἐφυλάκισαν εἰς τόπον σκοτεινόν, καὶ εἰς τὸν λαιμόν του ἔβαλαν ἅλυσσον, ὡς νὰ τὸν πνίξουν καὶ φοβηθεὶς ἔκραξε λέγων, «Τὶ σᾶς ἔπταιξα καὶ μὲ ἐδέσατε;». Ἕνας δὲ ἀπ’ ἐκείνους εἶπε, «ἐξέτασε τὴν συνείδησί σου». Καὶ οὕτω τὸν ἀφῆκαν δεδεμένον εἰς τὴν φυλακήν. Εἷς δὲ γέρων διερχόμενος ἐκεῖθεν τὸν ἠρώτησεν τὶ εἶχε καὶ ἔκραξεν; Ὁ δὲ εἶπεν, «Ἐπειδὴ μὲ ἐφυλάκισαν ἐδῶ», λέγει του ἐκεῖνος «Τὶ ἔκαμες;»· «Ἀπὸ τὴν θύραν μὲ ἥρπασαν καὶ μὲ ἐφυλάκισαν». Λέγει του ὁ γέρων, «Ἔχεις τίποτε δῶρον νὰ δώσω τοῦ Ἀρχιμανδρίτου νὰ σὲ ἀφήσῃ;» Ὁ δὲ εἶπε «Δὲν ἔχω τίποτε», λέγει του ὁ γέρων, «Ταῦτα τὰ τρία σοῦ ζητῶ μόνον. Πρῶτον νὰ βγάλῃς τὴν μνησικακίαν ἀπὸ τὴν καρδίαν σου. Δεύτερον νὰ μὴ θυμώνεσαι εἰς τινα καὶ τρίτον νὰ μὴ ἔλθῃς εἰς τὸ ἑξῆς ἐδῶ πλέον εἰς τὴν Λαύραν· ὑπόσχεσαι νὰ φυλάξῃς αὐτὰ τὰ τρία;», ὁ δε ὑποσχέθη νὰ τὰ φυλάξῃ, μόνον νὰ λυτρωθῇ. Λέγει του ὁ γέρων (ὅστις ἦτο ὁ ἅγιος Νεῖλος), «Σὺ τώρα ὑπόσχεσαι ἕως νὰ λυτρωθῇς καὶ ἔπειτα νὰ δείξῃς τὴν ἀχαριστίαν σου. Πλὴν ἐγὼ ἂς κάνω τὸ καλὸν καὶ ὁ Θεὸς ἂς τὸ γνωρίσῃ». Καὶ εὐθὺς ἔβγαλε ἕνα ψαλίδι ἀπὸ τὴν μέσην του καὶ ἔκοψε τὰς ἁλυσσίδας καὶ λέγει του «Ἔγειρον καὶ ἀκολούθει μοι». Καὶ ἠκολούθη μὲ φόβον καὶ περισπασμὸν. Καὶ περιπατοῦντες κατέβαινον εἰς κατωφερῆ δρόμον μικρόν, τὸν ὁποῖον ὁδεύουσιν ὅσοι ἀποθνήσκουν απὸ τὴν Λαύραν ὑπεύθυνοι, καὶ ἀπέρχονται εἰς τὸν Ἅδην, τὸ δὲ μῆκος τῆς ὁδοῦ ἦτο ἕνας πήχυς καὶ τὸ πλάτος ὀλιγώτερον ὁ δὲ Θεοφάνης σκύπτωντας περιπάτει ἀκολουθῶν καὶ εἶδεν ἐκεῖ πλῆθος Μοναχῶν ὅπου ἀπέθνησκον, μαῦροι τὴν ὄψιν καὶ τοὺς ἔσερνον οἱ δαίμονες δυναστικῶς τὸν κατήφορον μὲ πολλὴν βίαν, τόσον ὅπου ὁ Θεοφάνης μόλις τοὺς ἔπαιρνεν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του. Καὶ ἦσαν δεμένοι οἱ μὲν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς των, οἱ δὲ ἀπὸ τὰ γένεια. Ἄλλους ἔσερναν μὲ σιδηροὺς γάντζους ἐμπηγμένους εἰς τὰς σάρκας των. Ἄλλοι ἦσαν δεμένοι ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ ἔλεγον «Ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς τοὺς ἱερεῖς ὅπου ἀναξίως ἐχειροτονήθημεν μὲ ἀκαθαρσίαν καὶ τώρα ὑπάγωμεν νά λάβωμεν τὴν πληρωμὴν τῆς ἀναξιότητός μας». Ἄλλοι δὲ ἐσύροντο ἀπὸ τοὺς ὄρχεις των λέγοντες, «Ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς ὅπου ἀφήκαμεν πατρίδα, γονεῖς καὶ συγγενεῖς καὶ ἐμονάσαμεν καὶ ἐμολύναμεν τὸ Ἅγιον Σχῆμα, καὶ τὸ Ὄρος μὲ ἀρσενοκοιτίας καὶ ἀσελγείας, μαλακίας, συγκοιλισμοὺς καὶ αἰσχροὺς λογισμοὺς οἱ ἄθλιοι καὶ ἐκρημνίσθημεν ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς σωτηρίας μας καὶ τώρα καταβαίνομεν εἰς τὸ χάος τοῦ ἅδου κολαζόμενοι αἰωνίως». Ἄλλοι δὲ πάλιν ἔλεγον, «Ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς ὅπου ἐσκορπίσαμεν ὅσα εἴχαμε καὶ ἐμονάσαμεν, ἔπειτα ἐδόθημεν εἰς τὴν ἁρπαγὴν τῆς πλεονεξίας καὶ ἐκαταφρονήσαμεν τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μας καὶ ζήσαντες μὲ ἀνάπαυσιν καὶ πολυκτημοσύνην καὶ τώρα καταβαίνομεν εἰς τὸ βάθος τῶν πλεονεκτῶν». Ἄλλοι δὲ πάλι ἔλεγον ἀλλήλοις των, «Οὐαὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἄφρονας ὅπου ἀφήσαμεν τὸν κόσμον διὰ νὰ πολιτευθῶμεν ὁσίως, ἔπειτα ἐδόθημεν εἰς οἰκοδομὰς οἴκων πολυεξόδων, εἰς κήπους καὶ ἀμπελῶνας κοπιάζοντες ματαίως καὶ ἀπεκτήσαμεν χρήματα, φορέματα, καὶ περισσὰς ζωοτροφίας καὶ τὰ ψυχικὰ μας ἀμελούσαμεν καὶ ὁ δαίμων ἀσφαλῶς εἰργάζετο εἰς τὰ γόνατά μας καὶ μᾶς ἐνδυνάμωνε νὰ κοπιάζωμεν εἰς τὰ μάταια φροντίζοντες καὶ καλλιεργοῦντες δι' ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ἐνομίζαμεν ὅτι περιπατοῦμεν τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας τώρα μᾶς ἔγιναν δεσμὰ ἄλυτα ὅλα ἐκεῖνα καὶ μᾶς σύρουν εἰς τὸν ἅδην νὰ κολαζώμεθα αἰωνίως». Ἄλλοι πάλι ἔλεγον «Οὐαὶ εἰς ἡμᾶς ὅπου ἐδέχθημεν τὴν πνευματικὴν διαγωγήν, καὶ δὲν ἐδιορθώναμεν τοὺς ἐξομολογουμένους καὶ ἐξεμυστηρευόμεθα τὰς ἁμαρτίας τῶν ἐξομολογουμένων καὶ συγκαταβαίναμεν, ἀποβλέποντες εἰς δῶρα καὶ φιλοπροσωπίας, καὶ δὲν τοὺς ἐκανονίζαμεν, ἀλλ' ἐσυγχωρούσαμεν καὶ τοὺς εἰς χειροτονίας καὶ κατηγορούσαμεν τοὺς ἁμαρτάνοντας ὑποκρινόμενοι εὐλάβειαν, κτενιζόμενοι καὶ καλλωπιζόμενοι καὶ τώρα καταβαίνομεν εἰς τὸ ψῦχος τοῦ ταρτάρου νὰ βασανιζόμεθα εἰς τὴν κοιλίαν τοῦ Ἅδου». Τοιαῦτα καὶ ἄλλα ἔκραζον κλαίοντες καὶ συρόμενοι εἰς τὸν Ἅδην. Ὁ δὲ ἅγιος Νεῖλος ἐπαραμέρισεν ἀπὸ τὸν κατήφορο ἐκεῖνον, καὶ εἶπε τοῦ Θεοφάνους «ἀκολούθει μοι» καὶ ἐκίνησαν καὶ ἦλθαν εἰς μίαν ροῦγαν εἰς τὸ ἄκρον της, καὶ ἦτον εἰς τὸ μέσον μία στέρνα, εἰς δὲ τὴν κόγχην εἶχε ἕνα παράθυρον, τὸ ὁποῖον ἤνοιξεν ὁ ἅγιος καὶ ἐφωτίσθη ὁ τόπος, ἔπειτα ἐσήκωσε τὸ σκέπασμα τῆς στέρνας ἐκείνης, καὶ ἐβγῆκε φλόγα πυρὸς μεγάλη καὶ εἶπε τοῦ Θεοφάνους νὰ μὴ φοβῆται, μόνον νὰ βλέπῃ καλῶς πῶς ἐκολάζοντο ἐκεῖ οἱ ἀρσενοκοῖται, καὶ ὅτι εἰς αὐτὴν τὴν φλόγα ἤθελε ριφθῆ καὶ αὐτός, ἐὰν δὲν φυλάξῃ τὴν ἐντολὴν νὰ μὴ ὑπάγῃ πλέον εἰς τὴν Λαύραν ποὺ εὑρίσκοντο ἀγένεια πρόσωπα καὶ μολύνονται οἱ μοναχοὶ μὲ αὐτὰ. Ὁ δὲ Θεοφάνης ἐφοβήθη νὰ μὴ τὸν ρίψῃ ὁ ἅγιος ἐκεῖ μέσα καὶ ἐδέετο ὑποσχόμενος νὰ μὴ ὑπάγῃ πλέον εἰς τὴν Λαύραν, ὁ δὲ ἅγιος τοῦ λέγει: ἤξευρε καλῶς, ὅτι ἐὰν εἰσέλθῃς πλέον εἰς τὴν Λαύραν ἐδῶ μέσα ἔχεις νὰ ριφθῇς. Καὶ πλησιάσας εἰς τὸ στόμα τῆς στέρνης εἶδε χάσμα μέγα καὶ ἔβραζε τὸ πῦρ ὡς εἰς χάλκωμα καὶ ἦσαν μέσα αἱ ψυχαὶ τῶν κολαζομένων ὡς κεφαλαὶ καὶ ὀστέα διάφορα τῶν ἀρσενοκοιτῶν, ὡς ὄνων και σκύλων τῶν παρὰ φύσιν ἁμαρτησάντων κτηνοβατῶν. Καὶ ἔβραζον ἀνερχόμενοι καὶ κατερχόμενοι, καθὼς βράζουν τὰ ὄσπρια εἰς τὸν λέβητα. Καὶ ἠκούοντο φωναὶ ἐξερχόμεναι ὅπου ἔλεγον, «Οὐαὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς κτηνοβάτας καὶ ἀρσενοκοίτας, μαλακούς, ἀσελγεῖς, βλασφήμους καὶ πλεονέκτας. Ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς τοὺς ἱερεῖς τοὺς ἀναξίως λειτουργοῦντας καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα ἠκούοντο. Ὡς λοιπὸν τοῦ ἔδειξεν ὁ ἅγιος, ἐτρόμαξεν ὁ Θεοφάνης. Ἔπειτα ἐσκέπασε τὸ στόμα τῆς στέρνας ἐκείνης κλείσας καὶ τὸ παράθυρον, τοῦ εἶπε ἀκολούθει μοι καὶ ἀνέβηκαν εἰς τὸν δρόμον καὶ ἔφερε τὸν Θεοφάνην εἰς τὸν Πύργον ὅπου ἦτο κεκλεισμένος, καὶ τὸν ἔκλεισε πάλιν καθὼς ἦτο καὶ λέγει, «Κάθησε αὐτοῦ ἕως νὰ ὑπάγω εἰς τὸν ἀρχιμανδρίτην νὰ πάρω τὸ βάρος σου ἐπάνω μου νὰ σὲ βγάλω. Πλὴν πρόσεχε νὰ μὴ ἔλθῃς πλέον εἰς τὸ μοναστήριον καὶ ὕστερον δὲν λυτροῦσαι ἀπὸ τὸ χάσμα ἐκεῖνο. Καὶ ἐξελθὼν ὁ ἅγιος ἔκλεισε τὴν θύραν. Καὶ μετ’ ὀλίγον ἦλθεν πάλιν καὶ τοῦ λέγει, «Ἄπελθε εἰς τὸ κελλί σου καὶ πρόσεχε νὰ μὴ ἴδῃς πλέον τὴν πόρταν τῆς Λαύρας»· ὁ δὲ Θεοφάνης εἶπε, «Πῶς νὰ σηκωθῶ, ποὺ εἶμαι δεμένος; Καὶ ἐκτινάξας τὰς χεῖρας του ἐξύπνησε. Καὶ μετὰ πολλὴν ὥραν ἦλθεν εἰς τὸν ἑαυτόν του, καὶ ὠσφράνθη δυσωδίαν ἀφόρητον τῆς κολάσεως, καὶ αἱ χεῖρες του ἦσαν ἐσφιγμέναι καὶ οἱ πόδες του κρατημένοι, καὶ νὰ ἐργοχειρήσῃ δὲν ἠδύνατο εἰς τρεῖς ἑβδομάδας ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ ἡ βρῶμα τῆς δυσωδίας τῆς κολάσεως δὲν ἔπαυεν ἀπὸ τὴν ὅσφρησίν του ἐπὶ πολὺ διάστημα καιροῦ, πρὸς πίστωσιν τῆς ἀληθινῆς ἐκείνης ὀπτασίας.
Συνεχίζεται ...