ΜΕΡΟΣ Β'.
Ἡ ἐμφάνισις τοῦ Ἁγίου.
Κατὰ τὸ ἔτος 1814 τὴν 24 Φεβρουαρίου ἐφάνη πρὸς αὐτὸν ὁ ἅγιος καθημένου αὐτοῦ εἰς καλύβην του, καὶ ἐργοχειροῦντος, ἤκουσεν φωνὴν ἔξωθεν λέγουσαν «πάτερ, πάτερ, ὦ πάτερ». Ὁ δὲ Θεοφάνης ἐξελθὼν ἔξω βλέπει ἕνα Γέροντα εἰς σχῆμα τραγοβοσκοῦ, κρατοῦντος ράβδον καὶ λέγει του, «Ἔχεις φωτίαν διότι ἐκρύωσα;», ὁ δὲ Θεοφάνης τοῦ λέγει «Ἔχω, εἴσελθε.» Καὶ εἰσελθὼν ὁ γέρων ἐστάθη ἔμπροσθεν τοῦ προσκυνηταρίου ἀναγινώσκων τὸν στίχον τοῦ ψαλμοῦ· «Ἡ βασιλεία σου, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων» κ.λ.π. καὶ τελειώσας τὰς ὥρας, ἄρχισε τοὺς 24 οἴκους τοῦ Ἀκαθίστου ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, ποιῶν μετάνοιαν εἰς τὸ τέλος ἑνὸς ἑκάστου οἴκου. Τελευταῖον δὲ εἶπε «Ὦ Πανύμνητε Μήτηρ φύλαττε τὴν ἀπέναντι Σκήτην Καυσοκαλύβης καὶ μνήσθητι τοῦ Δικαίου αὐτῆς Ἀμβροσίου μοναχοῦ, καὶ πάσης τῆς ἐν Χριστῷ αὐτοῦ ἀδελφότητος». Τρίτον δὲ εἶπε «Ὦ Πανύμνητε Μῆτερ διαφύλαττε τὴν νέαν (καλύβην - συμπλήρωμα ιστολογίου) ταύτην καὶ μνήσθητι τοῦ Θεοφάνους μοναχοῦ, καὶ τῆς ἐρχομένης ἀδελφότητος», εἶτα λέγει τοῦ Θεοφάνη «Εἰπέ καὶ σὺ τὸ 'τῇ ὑπερμάχῳ'», λέγει του ὁ Θεοφάνης «Ἀγράμματος εἶμαι καὶ δὲν τὸ ἠξεύρω»· ὁ δὲ ἅγιος ἀποσώσας ἔκαμε τὴν ἀπόλυσιν λέγων «Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, τῶν ἐν τῶ ὄρει τούτῳ ἀσκήσει λαμψάντων, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὴν δέησην τῆς ἁγίας σου Μητρὸς καὶ ἀποδίωξον τοὺς ἐναντίον ληστὰς ὅπου μᾶς ἀντιφέρονται καὶ κινδυνεύει τὸ ὄρος τοῦτο καὶ ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.» Ταῦτα ηὐχήθη ὁ Ἅγιος , διότι κατέτρεχον τότε οἱ Ἀλβανοὶ τὸ ὄρος καὶ νοητῶς οἱ δαίμονες. Ἐποίει δὲ τὸν σταυρὸν του ὁ Ἅγιος ὅταν ἐφαίνετο, ἵνα μὴ δείξει ὅτι εἶναι φαντασία δαίμονος εἶτα στραφεὶς πρὸς τὸν Θεοφάνη εἶπε συνήθως τὸ «εὐλόγησον», λέγει του ὁ Θεοφάνης «Καλῶς ἦλθες, ἐλθὲ νὰ πυρωθῇς.» Ὁ δὲ ἅγιος μὴ ἔχων ἀνάγκην πυρᾶς εἶπεν «Ἂς πηγαίνω, διότι τὰ ζῶα εἶναι σκορπισμένα.» Ὁ δὲ Θεοφάνης εἶπε «Σὺ ἦλθες διὰ νὰ πυρωθῇς καὶ τώρα φεύγεις;» Τότε ὁ Ἅγιος ἐκάθισε καὶ βλέψας τὰ σκεύη τῆς καλύβης εἶπε: «Πραγματευτὴς εἶσαι; Τὶ τὰ θέλεις τόσα πράγματα; Ὁ ἡσυχαστὴς πρέπει νὰ εἶναι ἀκτήμων, ἀμὴ δὲν φοβεῖσαι καὶ ἀπὸ τοὺς κλέπτας καθήμενος εἰς τὴν ἔρημον;» Ὁ δὲ Θεοφάνης ἀπεκρίθη «Τὶ ποιήσω πάτερ, ὅτι ὅλα μοῦ χρειάζονται;» καὶ τοῦ διηγήθη τοῦ ἁγίου ὅσα προεγράψαμεν, ὁ δὲ ἅγιος ἤκουεν. Ἔπειτα τοῦ λέγει: «Βλέπεις λοιπὸν πόσας εὐεργεσίας ποιεῖ εἰς τὸν ἄνθρωπον ὁ Θεός; Μὴ φανεῖς λοιπόν ἀχάριστος εἰς ὅλα αὐτά.» Ὁ Θεοφάνης εἶπε «Καὶ τὶ ποιήσω, ἵνα εὐαρεστήσω εἰς τὸν Θεόν;» Ὁ Ἅγιος εἶπεν «Ἄν θέλεις νὰ μάθῃς, ἐγὼ σοῦ λέγω, πλὴν ὄχι μόνον νὰ ἀκούσῃς ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ κάμῃς»· ὁ Θεοφάνης εἶπε «ὑπόσχομαι». Ἀπεκρίθη ὁ ἅγιος «Ὦ ἄνθρωπε, πῶς τολμᾶς νὰ ὑπόσχεσαι χωρὶς ἐξέτασιν; Διότι, ἐὰν εἶμαι πλᾶνος καὶ ἤθελον σοῦ εἰπῆ νὰ βλασφημήσῃς εἰς τὴν Θεοτόκον, ἢ εἰς τοὺς ἁγίους, τί ἤθελες ποιῆσαι;» Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν ἐπέπληξε πολλὰ τοῦ λέγει «Ἰδοῦ σοῦ λέγω ἐκεῖνο ποὺ ἐζήτησες, βλέπε ὅμως νὰ μὴ ψευσθῇς. Πρῶτον ὅμως κάμνει χρεία νὰ μὴν ἔχεις μῖσος εἰς τινα, καὶ ὅταν συνγχυσθῇς μέ τινα, νὰ κάμῃς συνδιαλλαγήν, νὰ συγχωρηθῇς χωρὶς νὰ κρατῇς εἰς τὴν καρδίαν σου ἔχθραν, ἀλλὰ νὰ τοῦ βάνῃς μετάνοια.» Ὁ δὲ Θεοφάνης εἶπεν «Τί νὰ κάνω πάτερ, ὅπου ἔρχονται τινὲς ἀδελφοὶ καὶ μὲ ταράττουν, διότι μαζώνω τά μάλαθρα καὶ αὐτοὶ δὲν εὑρίσκουν;» Λέγει του ὁ Ἅγιος «Τοῦ σατανᾶ ἐνέργεια εἶναι, πλὴν καὶ σὺ βάλε τὸ ἀντιφάρμακο καὶ μὴ μαζώνῃς, οὔτε νὰ τρώγῃς ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἂς χορτάσουν.» Ὁ Θεοφάνης εἶπεν «Καὶ ἐὰν ἐγὼ μὴ μαζώνω, ἐκεῖνοι ὑποπτεύονται πὼς μαζώνω;», λέγει του ὁ Ἅγιος «Φυλάττου ἀπὸ τὸν Μεθόδιον ὅπου θεοποιεῖ τὸν πώγωνα τῶν γενείων του, τὰ ὁποῖα μᾶλλον βλάπτουν, ὅτι αὐτὸς δὲν θέλει νὰ ἀκούσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Νείλου, πλὴν νὰ κάμῃ κακὸν δὲν δύναται, μόνον τὴν κακίαν του δείχνει. Ἔχε ὅμως ὑπομονὴν εἰς ὅλα καὶ φθάνει σε τὰ ὅσα κακὰ πού ἔκαμες ἕως τώρα, τὰ ὁποῖα ἡ ὄψις σου φανερώνει, ὅτι εἶσαι πόρνος εἰς τὰ πάθη κοιτόμενος καὶ μὲ τὰς κακοπραγίας σου γίνεσαι ἀρνητὴς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.» Τότε ὁ Θεοφάνης εἶπε «Ἀληθῶς πάτερ, ὅσα εἶπες ὅλα τὰ ἔπραξα ὁ ταλαίπωρος», καὶ ἄρχισε καὶ τοῦ ἐξομολογήθη ὅλας του τὰς ἁμαρτίας. Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος «Τὰ γινόμενα οὐκ ἀπογίνονται, μόνον φυλάττου εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴ μολυνθῇς πλέον.» Τότε τοῦ λέγει ὁ Θεοφάνης «Διατὶ εἶπες τὸν Μεθόδιον θεικογένην;»· ὁ Ἅγιος εἶπεν «Ἐπειδὴ θεοποιεῖ τὰ γένεια του, καὶ εἰς αὐτὰ ἔχει τὴν ἐλπίδα του, καὶ πῶς εἰς αὐτά κρέμαται ἡ σωτηρία του. Σὺ ὅμως μὴ δέχεσαι τὰ δῶρα του, ἐπειδὴ εἶναι ξένοι κόποι, τῶν προσκυνητῶν, ἀδούλευτοι. Πρόσεχε νὰ μὴ στέλνῃς γράμματα εἰς τὸν κόσμον, εἰς τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους σου, οὔτε νὰ ἐμβαίνῃς εἰς τὸ Ἅγιον βῆμα νὰ ὑπηρετῇς τὸν ἱερέα, ὡς ἀκάθαρτος ποῦ εἶσαι. Ὅταν ὑπάγῃς εἰς ἀγρυπνίαν, ἢ λειτουργίαν νὰ στέκεσαι εἰς τὸ στασίδιον ἴσια μὴ ἀκουμβίζων τοὺς πόδας σου νὰ βλέπῃς χαμαὶ καὶ χωρὶς ἐπανωφόριον καὶ ἐπανωκαλύμαυχον νὰ μὴ περιπατῇς εἰς τὴν Σκήτην, οὔτε εἰς τὸ Κυριακὸν νὰ ἐμβαίνῃς, καὶ ὕστερον ἀπὸ ὅλους νὰ ἐβγαίνῃς. Περί τῶν φαγητῶν δὲ νὰ φυλάττεσαι ἀπὸ πολυποίκιλα φαγητὰ νὰ μὴ σκοτίζεται ὁ νοῦς σου. Ἕνα μόνον φαγητὸν νὰ μετέρχεσαι. Οἶνον ποσῶς νὰ μὴ πίνῃς, νὰ δυναμώνῃς τὰ πάθη τῆς σαρκός σου. Φακὴν νὰ τρώγῃς καθὼς καὶ οἱ παλαιοὶ πατέρες. Ἄπεχε ἀπὸ ὀπώρας καὶ ἡδονικὰ, κάρυα μόνον καὶ σῦκα ξηρὰ νὰ τρώγῃς, ἔλαιον δὲ τὸ Σαββατοκύριακον καὶ τὰς ἑορτὰς κατάλυε, ἄρτον καὶ λάχανα καὶ πουλουγοῦρι ἀπὸ σῖτον. Τὰς πέντε ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος νὰ τρώγῃς χυλὸν κουρκούτι ἢ μᾶλλον ἡμέραν παρ’ ἡμέραν ἀλλάσσοντας τὸ φαγητόν· περισσότερον ὅσον δύνασαι μονοφαγίαν, καὶ μετὰ τὴν ἐννάτην νὰ τρώγῃς. Να μὴ μένῃς ἀργός, μὲ εὐταξίαν νὰ περιπατῇς καὶ χωρὶς συμβουλὴν νὰ μὴ πηγαίνῃς πουθενά. Καὶ νὰ πηγαίνῃς νὰ ἀνάπτῃς τὴν κανδήλαν τοῦ Ἁγίου Νείλου λέγει, καὶ νὰ καλλιεργήσῃς τὸν δρόμον τοῦ σπηλαίου, νὰ κατεβαίνουν οἱ ἀσθενεῖς γέροντες, καὶ νὰ εἰπῇς εἰς τοὺς μοναχοὺς τοῦ Κελλίου ἐκείνου τῶν Σπανῶν, νὰ ἀφήσουν τὰ μελίσσια καὶ μόνον εἰς τὸ ἐργόχειρόν των νὰ καταγίνωνται καὶ τὴν ἀκολουθίαν καὶ τὸν κανόνα των νὰ μὴ ἀφήνουν, καὶ νὰ ἀπαρατήσουν τὸ ψάρευμα τῆς θαλάσσης, διότι ἐξ αἰτίας τοῦ ψαρεύματος ὁ Γέροντάς των βιάζει τὴν λειτουργίαν, καὶ παραδράμει μερικὰς εὐχὰς τῆς λειτουργίας, ὅπου ἔχει νὰ δώσῃ λόγον εἰς τὴν ὥραν τοῦ θανάτου του. Λυποῦμαι πολλὰ δι'αὐτοὺς τοὺς ἀθλίους, ἀλλὰ τὶ νὰ τοὺς κάμω; Μόνον εἰπὲ εἰς αὐτοὺς αὐτὰ καὶ ἂν δὲν ἀκούσουν νὰ ἀφήσουν τὸ ψάρευμα, ὅταν πνιγῇ ἕνας ἀπ’αὐτούς, τότε θέλουν γνωρίσει τὸ πταίσιμόν τους (τὸ ὁποῖο ἔγινεν ὕστερον), προτοῦ ὅμως γίνει, ἂς προσέχουν καὶ ἂς κάμουν καθὼς σοῦ λέγω.» Τότε ὁ Θεοφάνης ἀπὸ τοὺς λόγους ἐγνώρισεν ὀλίγον ὅτι ἦτο ὁ Ἅγιος Νεῖλος, ὁποῦ τοῦ ἐλάλει καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν «Αμὴ ὅταν τοὺς εἰπῶ αὐτὰ καὶ μὲ ἐρωτήσουν, τὶς σοὶ τὰ εἶπε; Τὶ νὰ τοῖς εἰπῶ;» Λέγει του ὁ Ἅγιος «Τοσάκις μὲ εἶδες καὶ συνωμιλήσαμεν, καὶ δὲν ἠξεύρης ἀκόμα ποῖος εἶμαι;» Ὁ Θεοφάνης εἶπε «Ἄραγε μήπως εἶσαι ὁ Ἅγιος Νεῖλος;»· λέγει του ὁ Ἅγιος «Στοχάσου καλῶς ποῖος εἶμαι, ἐκεῖνο ὅπου βλέπεις, βλέπε, πλὴν ὅτι σοὶ εἶπον ποίησον, καὶ μετ’ ὀλίγον θέλεις γνωρίσει τὶς εἶμαι.» Καὶ εὐθὺς ἠκούσθη βροντὴ ἔξωθεν τῆς καλύβης του, ὡσὰν νὰ ἐκρημνήσθη πεζούλιον, καὶ ἐξῆλθε ὁ Θεοφάνης νὰ ἰδῇ καὶ δὲν εἶδε τίποτε· εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸ καλύβιον οὐδένα εὗρε, εὗρε μόνον ἕνα μικρὸν χαλκοτζίκιον εἰς τὸν τόπον ὅπου ἐκάθητο ὁ ἅγιος περὶ τοῦ ὁποίου λέγομεν τὸ αἴτιον.
Περὶ τοῦ χαλκοτζικίου
Ὁ Πνευματικὸς παπα-Τιμόθεος ἀσθενήσας καὶ γνωρίσας τὸν θάνατόν του ἔκαμε διαθήκην, διωρίσας τὸ τὶ νἀ λάβῃ ἕκαστος ἀπὸ τὴν συνοδείαν του ἐξ ὦν ὁ εἷς παπα-Θεοδώρητος καὶ ὁ ἕτερος παπα-Γεράσιμος. Ὁ γοῦν Θεοδώρητος πλεονεκτήσας ἔλαβε καὶ ἄλλα περισσότερα τοῦ μεριδίου του καὶ ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Ξενοφωντικὴν Σκήτην. Εἶτα ἔγραψεν νὰ τοῦ στείλουν καὶ αὐτὸ τὸ χαλκοτζούκιον ὡς ἰδικόν του καὶ τὸ ἔδωκεν τοῦ Θεοφάνους νὰ τὸ ὑπάγῃ. Ἀπερχόμενος δὲ ὁ Θεοφάνης κατὰ τὸ Ρωσσικὸν μοναστήριον, ἐκάθισεν εἰς μίαν βρύση νὰ φάγῃ ὀλίγον ἄρτον καὶ φανεὶς ὁ Ἅγιος εἰς σχῆμα μοναχοῦ ἀγνώστου ἤρξατο ψηλαφῶν τὸν τουρβὰν λέγων, ὅτι ἔχεις ἰδικόν μου πρᾶγμα μέσα (τὸ ἐξ’ ἀδικίας). Ὁ δὲ Θεοφάνης τοῦ ἔδειχνε τὸ ἐπάνω τοῦ τορβᾶ, τὸ δὲ κάτωθεν ὅπου ἦσαν σαλιάγγοι καὶ τὸ χαλκοτζούκιον τὸ ἔκρυπτεν. Τότε ὁ ἅγιος βαλὼν τὴν χεῖρα του ἔβγαλε τοὺς σαλιάγγους καὶ βλέπων αὐτοὺς ἐσυγχαίνετο, διότι οἱ πρώην πατέρες ὡς ἀκάθαρτους τοὺς εἶχον αὐτοὺς καὶ δὲν τοὺς ἔτρωγον καὶ εἶπε τοῦ Θεοφάνη, «Τὶ τὰ θέλεις αὐτά;»· εἶτα ἔβγαλε καὶ τὸ χαλκοτζούκιον λέγων ὅτι ἦτο ἰδικόν του τῆς Σκήτης, καὶ ἁρπάσας αὐτὸ ἔγινεν ἄφαντος. Ἀπελθὼν δὲ ὁ Θεοφάνης πρὸς τὸν Θεοδώρητον τοῦ ἀνήγγειλε τὸ συμβὰν καὶ ἀπόρρησεν. Ὅταν δὲ εὗρεν αὐτὸ εἰς τὴν καλύβην του, ἐγνώρισεν τὴν πλεονεξίαν καὶ ἀδικίαν τοῦ Θεοδωρήτου, καὶ ἔγνω ὅτι ὁ ἅγιος Νεῖλος ἦτο ὅπου τὸ ἥρπασε καὶ τὸ ἔδωκε τοῦ παπα-Γερασίμου. Εἶτα ἀπελθὼν εἰς τὸ κελλίον τῶν Σπανῶν, ἀνήγγειλεν εἰς τοὺς ἐκεῖ μοναχοὺς, τὰ ὅσα παρήγγειλεν ὁ ἅγιος Νεῖλος νὰ τοὺς εἰπῆ, ἀλλὰ οὐκ ἤκουσαν. Ὅθεν ἀπιστήσαντες ἐμβῆκαν εἰς τὴν βάρκαν ψαρεύοντες καὶ ἔπνίγη εἷς ἐξ’αὐτῶν.
Περὶ τοῦ πειρασμοῦ ὅπου συνέβη τοῦ Θεοφάνη
Μίαν ἡμέραν ὁ Θεοφάνης ἐπῆγεν εἰς τὴν Λαύραν καὶ εἶδεν ἐκεῖ ἕν παιδίον ἀγένειον καὶ ὡς ἀσθενὴς ποὺ ἦτον ἐσκανδαλίσθη. Κατὰ τὴν πρώτην ἑβδομάδα τῆς μεγάλης τεσσαρακοστῆς συνάξας μερικὰ μάλαθρα καὶ ἀπήρχετο νὰ τὰ προσφέρῃ τοῦ ἀρχιμανδρίτου Ναθαναήλ, καὶ καθ’ ὁδὸν ἤκουσεν θόρυβον ὄπισθέν του, ὅπου ἔλεγον, ἄφησε αὐτὸν νὰ πηγαίνῃ ἔμπροσθεν καὶ ἐπληγώθη, καὶ μὲ κόπον πολὺν ἦλθεν εἰς τὴν θύραν τῆς Μονῆς ἐσκοτισμένος, καὶ ὅλην τὴν νύκτα εὑρίσκετο ἀπὸ αἰσχροὺς λογισμοὺς κυριευμένος. Ὅταν δὲ ἔκρουσε τὸ σήμαντρον ἐκίνησε διὰ τὴν ἐκκλησίαν, καὶ σκοτιζόμενος ἦλθεν εἰς τὸν Νάρθηκα τῆς Πορταϊτίσσης δεόμενος τῆς Θεοτόκου νὰ τὸν βοηθήσῃ. Ὅταν δὲ ἐξημέρωσε τοῦ ἐφάνη εἷς μοναχὸς καὶ τὸν ἠρώτησε πόθεν ἦτο, καὶ διατὶ περιπατεῖ χωρὶς γέροντα καὶ χωρὶς ὑπόθεσιν; Ὁ δὲ ἀπεκρίθη ὅτι εἶχεν ὑπηρεσίαν. Λέγει του ὁ μοναχός, «Ἐδῶ ὅταν τὶς ἔρχεται μὲ εὐλάβειαν καὶ φόβον ἔρχεται, διότι ἡ βασίλισσα εὑρίσκεται ἐδῶ μέσα! Καὶ πῶς ἐσὺ ἔρχεσαι μὲ ἀδιαφορίαν;» καὶ πιάσας αὐτὸν τῆς χειρὸς τὸν ἔσυρεν ἕως τὴν ἐξώθυραν καὶ τὸν ἐξέβαλεν καὶ ὑπέστρεψεν εἰς τὴν καλύβην του. Ὁ δὲ δαίμων ἐσχηματίσθη εἰς εἶδος νέου τινὸς Λαναρᾶ καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ κελλίον του καὶ ἐγυμνώθη ἔμπροσθέν του, καὶ τὸν ἐκάλει εἰς αἰσχρὰν μίξιν μὲ ἄσεμνα σχήματα, ὁ δὲ Θεοφάνης ὡς ἀσθενὴς συγκατένευσεν εἰς ἁμαρτίαν. Καὶ παρευθὺς ἐμβρόντησεν ἡ θύρα καὶ ἤκουσεν φωνὴν λέγουσαν, «Τὶ βούλεσαι νὰ κάμῃς ἄθλιε; Ἀπὸ τὴν ἀπροσεξίαν σου τὰ παθαἱνεις ὅλα αὐτὰ». Καὶ μὲ τὴν φωνὴν κατηργήθη ὁ δαίμων καὶ εἶπεν· ἤξευρα ἐγὼ τὶ ἤθελον σοῦ κάμει, ἀλλὰ τὶ νὰ κάμω;». Καὶ εὐθὺς ἔγινεν ὄφις ἔχιδνα καὶ περιεπάτει εἰς τὸ κελλίον, εἶτα ἐκαμάρωσεν ὁ ὄφις καὶ ἔγινεν ἄφαντος, ἡ δὲ καλύβη ἐβρώμισεν ὡς καπνὸς θειαφίου. Τότε ἐγνώρισεν ὁ Θεοφάνης ὅτι ἦτο ὁ δαίμων. Καὶ ὅταν ἐκοιμήθη εἶδεν εἰς τὸ ὅραμα πὼς τὸν ἐκράτησαν ἑπτὰ μοναχοὶ καὶ τὸν παρέστησαν εἰς τὸν ἀρχιμανδρίτην τῆς Λαύρας ὅστις ἔνευσε καὶ τὸν ἐφυλάκισαν εἰς τόπον σκοτεινόν, καὶ εἰς τὸν λαιμόν του ἔβαλαν ἅλυσσον, ὡς νὰ τὸν πνίξουν καὶ φοβηθεὶς ἔκραξε λέγων, «Τὶ σᾶς ἔπταιξα καὶ μὲ ἐδέσατε;». Ἕνας δὲ ἀπ’ ἐκείνους εἶπε, «ἐξέτασε τὴν συνείδησί σου». Καὶ οὕτω τὸν ἀφῆκαν δεδεμένον εἰς τὴν φυλακήν. Εἷς δὲ γέρων διερχόμενος ἐκεῖθεν τὸν ἠρώτησεν τὶ εἶχε καὶ ἔκραξεν; Ὁ δὲ εἶπεν, «Ἐπειδὴ μὲ ἐφυλάκισαν ἐδῶ», λέγει του ἐκεῖνος «Τὶ ἔκαμες;»· «Ἀπὸ τὴν θύραν μὲ ἥρπασαν καὶ μὲ ἐφυλάκισαν». Λέγει του ὁ γέρων, «Ἔχεις τίποτε δῶρον νὰ δώσω τοῦ Ἀρχιμανδρίτου νὰ σὲ ἀφήσῃ;» Ὁ δὲ εἶπε «Δὲν ἔχω τίποτε», λέγει του ὁ γέρων, «Ταῦτα τὰ τρία σοῦ ζητῶ μόνον. Πρῶτον νὰ βγάλῃς τὴν μνησικακίαν ἀπὸ τὴν καρδίαν σου. Δεύτερον νὰ μὴ θυμώνεσαι εἰς τινα καὶ τρίτον νὰ μὴ ἔλθῃς εἰς τὸ ἑξῆς ἐδῶ πλέον εἰς τὴν Λαύραν· ὑπόσχεσαι νὰ φυλάξῃς αὐτὰ τὰ τρία;», ὁ δε ὑποσχέθη νὰ τὰ φυλάξῃ, μόνον νὰ λυτρωθῇ. Λέγει του ὁ γέρων (ὅστις ἦτο ὁ ἅγιος Νεῖλος), «Σὺ τώρα ὑπόσχεσαι ἕως νὰ λυτρωθῇς καὶ ἔπειτα νὰ δείξῃς τὴν ἀχαριστίαν σου. Πλὴν ἐγὼ ἂς κάνω τὸ καλὸν καὶ ὁ Θεὸς ἂς τὸ γνωρίσῃ». Καὶ εὐθὺς ἔβγαλε ἕνα ψαλίδι ἀπὸ τὴν μέσην του καὶ ἔκοψε τὰς ἁλυσσίδας καὶ λέγει του «Ἔγειρον καὶ ἀκολούθει μοι». Καὶ ἠκολούθη μὲ φόβον καὶ περισπασμὸν. Καὶ περιπατοῦντες κατέβαινον εἰς κατωφερῆ δρόμον μικρόν, τὸν ὁποῖον ὁδεύουσιν ὅσοι ἀποθνήσκουν απὸ τὴν Λαύραν ὑπεύθυνοι, καὶ ἀπέρχονται εἰς τὸν Ἅδην, τὸ δὲ μῆκος τῆς ὁδοῦ ἦτο ἕνας πήχυς καὶ τὸ πλάτος ὀλιγώτερον ὁ δὲ Θεοφάνης σκύπτωντας περιπάτει ἀκολουθῶν καὶ εἶδεν ἐκεῖ πλῆθος Μοναχῶν ὅπου ἀπέθνησκον, μαῦροι τὴν ὄψιν καὶ τοὺς ἔσερνον οἱ δαίμονες δυναστικῶς τὸν κατήφορον μὲ πολλὴν βίαν, τόσον ὅπου ὁ Θεοφάνης μόλις τοὺς ἔπαιρνεν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του. Καὶ ἦσαν δεμένοι οἱ μὲν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς των, οἱ δὲ ἀπὸ τὰ γένεια. Ἄλλους ἔσερναν μὲ σιδηροὺς γάντζους ἐμπηγμένους εἰς τὰς σάρκας των. Ἄλλοι ἦσαν δεμένοι ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ ἔλεγον «Ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς τοὺς ἱερεῖς ὅπου ἀναξίως ἐχειροτονήθημεν μὲ ἀκαθαρσίαν καὶ τώρα ὑπάγωμεν νά λάβωμεν τὴν πληρωμὴν τῆς ἀναξιότητός μας». Ἄλλοι δὲ ἐσύροντο ἀπὸ τοὺς ὄρχεις των λέγοντες, «Ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς ὅπου ἀφήκαμεν πατρίδα, γονεῖς καὶ συγγενεῖς καὶ ἐμονάσαμεν καὶ ἐμολύναμεν τὸ Ἅγιον Σχῆμα, καὶ τὸ Ὄρος μὲ ἀρσενοκοιτίας καὶ ἀσελγείας, μαλακίας, συγκοιλισμοὺς καὶ αἰσχροὺς λογισμοὺς οἱ ἄθλιοι καὶ ἐκρημνίσθημεν ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς σωτηρίας μας καὶ τώρα καταβαίνομεν εἰς τὸ χάος τοῦ ἅδου κολαζόμενοι αἰωνίως». Ἄλλοι δὲ πάλιν ἔλεγον, «Ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς ὅπου ἐσκορπίσαμεν ὅσα εἴχαμε καὶ ἐμονάσαμεν, ἔπειτα ἐδόθημεν εἰς τὴν ἁρπαγὴν τῆς πλεονεξίας καὶ ἐκαταφρονήσαμεν τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μας καὶ ζήσαντες μὲ ἀνάπαυσιν καὶ πολυκτημοσύνην καὶ τώρα καταβαίνομεν εἰς τὸ βάθος τῶν πλεονεκτῶν». Ἄλλοι δὲ πάλι ἔλεγον ἀλλήλοις των, «Οὐαὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἄφρονας ὅπου ἀφήσαμεν τὸν κόσμον διὰ νὰ πολιτευθῶμεν ὁσίως, ἔπειτα ἐδόθημεν εἰς οἰκοδομὰς οἴκων πολυεξόδων, εἰς κήπους καὶ ἀμπελῶνας κοπιάζοντες ματαίως καὶ ἀπεκτήσαμεν χρήματα, φορέματα, καὶ περισσὰς ζωοτροφίας καὶ τὰ ψυχικὰ μας ἀμελούσαμεν καὶ ὁ δαίμων ἀσφαλῶς εἰργάζετο εἰς τὰ γόνατά μας καὶ μᾶς ἐνδυνάμωνε νὰ κοπιάζωμεν εἰς τὰ μάταια φροντίζοντες καὶ καλλιεργοῦντες δι' ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ἐνομίζαμεν ὅτι περιπατοῦμεν τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας τώρα μᾶς ἔγιναν δεσμὰ ἄλυτα ὅλα ἐκεῖνα καὶ μᾶς σύρουν εἰς τὸν ἅδην νὰ κολαζώμεθα αἰωνίως». Ἄλλοι πάλι ἔλεγον «Οὐαὶ εἰς ἡμᾶς ὅπου ἐδέχθημεν τὴν πνευματικὴν διαγωγήν, καὶ δὲν ἐδιορθώναμεν τοὺς ἐξομολογουμένους καὶ ἐξεμυστηρευόμεθα τὰς ἁμαρτίας τῶν ἐξομολογουμένων καὶ συγκαταβαίναμεν, ἀποβλέποντες εἰς δῶρα καὶ φιλοπροσωπίας, καὶ δὲν τοὺς ἐκανονίζαμεν, ἀλλ' ἐσυγχωρούσαμεν καὶ τοὺς εἰς χειροτονίας καὶ κατηγορούσαμεν τοὺς ἁμαρτάνοντας ὑποκρινόμενοι εὐλάβειαν, κτενιζόμενοι καὶ καλλωπιζόμενοι καὶ τώρα καταβαίνομεν εἰς τὸ ψῦχος τοῦ ταρτάρου νὰ βασανιζόμεθα εἰς τὴν κοιλίαν τοῦ Ἅδου». Τοιαῦτα καὶ ἄλλα ἔκραζον κλαίοντες καὶ συρόμενοι εἰς τὸν Ἅδην. Ὁ δὲ ἅγιος Νεῖλος ἐπαραμέρισεν ἀπὸ τὸν κατήφορο ἐκεῖνον, καὶ εἶπε τοῦ Θεοφάνους «ἀκολούθει μοι» καὶ ἐκίνησαν καὶ ἦλθαν εἰς μίαν ροῦγαν εἰς τὸ ἄκρον της, καὶ ἦτον εἰς τὸ μέσον μία στέρνα, εἰς δὲ τὴν κόγχην εἶχε ἕνα παράθυρον, τὸ ὁποῖον ἤνοιξεν ὁ ἅγιος καὶ ἐφωτίσθη ὁ τόπος, ἔπειτα ἐσήκωσε τὸ σκέπασμα τῆς στέρνας ἐκείνης, καὶ ἐβγῆκε φλόγα πυρὸς μεγάλη καὶ εἶπε τοῦ Θεοφάνους νὰ μὴ φοβῆται, μόνον νὰ βλέπῃ καλῶς πῶς ἐκολάζοντο ἐκεῖ οἱ ἀρσενοκοῖται, καὶ ὅτι εἰς αὐτὴν τὴν φλόγα ἤθελε ριφθῆ καὶ αὐτός, ἐὰν δὲν φυλάξῃ τὴν ἐντολὴν νὰ μὴ ὑπάγῃ πλέον εἰς τὴν Λαύραν ποὺ εὑρίσκοντο ἀγένεια πρόσωπα καὶ μολύνονται οἱ μοναχοὶ μὲ αὐτὰ. Ὁ δὲ Θεοφάνης ἐφοβήθη νὰ μὴ τὸν ρίψῃ ὁ ἅγιος ἐκεῖ μέσα καὶ ἐδέετο ὑποσχόμενος νὰ μὴ ὑπάγῃ πλέον εἰς τὴν Λαύραν, ὁ δὲ ἅγιος τοῦ λέγει: ἤξευρε καλῶς, ὅτι ἐὰν εἰσέλθῃς πλέον εἰς τὴν Λαύραν ἐδῶ μέσα ἔχεις νὰ ριφθῇς. Καὶ πλησιάσας εἰς τὸ στόμα τῆς στέρνης εἶδε χάσμα μέγα καὶ ἔβραζε τὸ πῦρ ὡς εἰς χάλκωμα καὶ ἦσαν μέσα αἱ ψυχαὶ τῶν κολαζομένων ὡς κεφαλαὶ καὶ ὀστέα διάφορα τῶν ἀρσενοκοιτῶν, ὡς ὄνων και σκύλων τῶν παρὰ φύσιν ἁμαρτησάντων κτηνοβατῶν. Καὶ ἔβραζον ἀνερχόμενοι καὶ κατερχόμενοι, καθὼς βράζουν τὰ ὄσπρια εἰς τὸν λέβητα. Καὶ ἠκούοντο φωναὶ ἐξερχόμεναι ὅπου ἔλεγον, «Οὐαὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς κτηνοβάτας καὶ ἀρσενοκοίτας, μαλακούς, ἀσελγεῖς, βλασφήμους καὶ πλεονέκτας. Ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς τοὺς ἱερεῖς τοὺς ἀναξίως λειτουργοῦντας καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα ἠκούοντο. Ὡς λοιπὸν τοῦ ἔδειξεν ὁ ἅγιος, ἐτρόμαξεν ὁ Θεοφάνης. Ἔπειτα ἐσκέπασε τὸ στόμα τῆς στέρνας ἐκείνης κλείσας καὶ τὸ παράθυρον, τοῦ εἶπε ἀκολούθει μοι καὶ ἀνέβηκαν εἰς τὸν δρόμον καὶ ἔφερε τὸν Θεοφάνην εἰς τὸν Πύργον ὅπου ἦτο κεκλεισμένος, καὶ τὸν ἔκλεισε πάλιν καθὼς ἦτο καὶ λέγει, «Κάθησε αὐτοῦ ἕως νὰ ὑπάγω εἰς τὸν ἀρχιμανδρίτην νὰ πάρω τὸ βάρος σου ἐπάνω μου νὰ σὲ βγάλω. Πλὴν πρόσεχε νὰ μὴ ἔλθῃς πλέον εἰς τὸ μοναστήριον καὶ ὕστερον δὲν λυτροῦσαι ἀπὸ τὸ χάσμα ἐκεῖνο. Καὶ ἐξελθὼν ὁ ἅγιος ἔκλεισε τὴν θύραν. Καὶ μετ’ ὀλίγον ἦλθεν πάλιν καὶ τοῦ λέγει, «Ἄπελθε εἰς τὸ κελλί σου καὶ πρόσεχε νὰ μὴ ἴδῃς πλέον τὴν πόρταν τῆς Λαύρας»· ὁ δὲ Θεοφάνης εἶπε, «Πῶς νὰ σηκωθῶ, ποὺ εἶμαι δεμένος; Καὶ ἐκτινάξας τὰς χεῖρας του ἐξύπνησε. Καὶ μετὰ πολλὴν ὥραν ἦλθεν εἰς τὸν ἑαυτόν του, καὶ ὠσφράνθη δυσωδίαν ἀφόρητον τῆς κολάσεως, καὶ αἱ χεῖρες του ἦσαν ἐσφιγμέναι καὶ οἱ πόδες του κρατημένοι, καὶ νὰ ἐργοχειρήσῃ δὲν ἠδύνατο εἰς τρεῖς ἑβδομάδας ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ ἡ βρῶμα τῆς δυσωδίας τῆς κολάσεως δὲν ἔπαυεν ἀπὸ τὴν ὅσφρησίν του ἐπὶ πολὺ διάστημα καιροῦ, πρὸς πίστωσιν τῆς ἀληθινῆς ἐκείνης ὀπτασίας.
Συνεχίζεται ...