ΣΩΤΗΡΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ - ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Η οικουμενιστική ομολογία του οικ. πατριάρχου Βαρθολομαίο στήν σύνοδο τής Κρήτης - Βίντεο


Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος ομολογεί εδώ ο ίδιος στήν σύνοδο τής Κρήτης τό Ιούνιο 2016 τήν οικουμενιστική παναίρεσή του. Μπορείτε νά τό δείτε στό  ακόλουθο βίντεο. 


Εδώ η αιρετική ομολογία του οικουμενιστή πατριάρχου καί γραμμένη, ένα κείμενο τής τροπής:

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ "ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ" ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΨΕΥΔΟΣΥΝΟΔΟ ΤΟΥ ΚΟΛΥΜΠΑΡΙΟΥ

... Σήμερα, κατέφθασε καί ο "πρόεδρος τής Ευαγγελικής Εκκλησίας" τής Γερμανίας, ο οποίος λόγω τών υποχρεώσεών του, δέν είχε έλθει κατά τήν έναρξη τών εργασιών μας, αλλά απόψε καί αύριο θά είναι μαζί μας καί τόν καλωσορίζουμε μέ ιδιαιτέραν αγάπην καί τιμήν καί τόν Σεπτέμβριον, τάς τελευταίας ημέρας τού Σεπτεμβρίου, ο "Σεβασμιώτατος" θά πραγματοποιήση επίσημον επίσκεψιν εις τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον καί από τώρα τόν περιμένουμε μέ μεγάλη χαρά καί ανοικτάς αγκάλας.
 Γνωρίζετε όλοι, "αδελφοί", ότι τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον, υπήρξε πρωτοπόρον εις τόν χώρον τής οικουμενικής κινήσεως, ανεφέρθησαν εδώ κατά τάς αγορεύσεις διαφόρων "πατέρων" αι εγκύκλιοι τού μεγαλοπρεπούς(!) προκατόχου μου Ιωακείμ Γ', εις τάς αρχάς τού 20ού αιώνος πού καλούσε τάς αδελφάς ορθοδόξους Εκκλησίας νά συμπορευθούν εις συνάντησιν τών άλλων χριστιανικών αδελφών(;), ηκολούθησε η περίφημος(!) εγκύκλιος τού 1920 τού οικουμενικού πατριαρχείου καί μάλιστα εις περίοδον χηρίας τού θρόνου. Η ενδημούσα σύνοδος μέ τόν τοποτηρητήν εξέδωκαν αυτήν τήν περίφημον εγκύκλιον, η οποία από πολλούς χαρακτηρίζεται ως ο καταστατικός χάρτης του αργότερον ιδρυθέντος παγκοσμίου συμβουλίου "Εκκλησιών"(ΠΣΕ), καί φυσικά τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον υπήρξε εκ τών ιδρυτικών μελών τού ΠΣΕ εις τό Άμστερνταμ τό 1948. Έκτοτε συνεργάζεται μέ τά διάφορα τμήματα καί τάς επιτροπάς τού συμβουλίου. Ο ομιλών υπήρξε στέλεχος τής Επιτροπής “πίστης καί τάξης”, όπως είπαμε καί τό πρωί, τής κατεξοχήν θεολογικής Επιτροπής τού ΠΣΕ επί σειράν ετών καί αντιπρόεδρος αυτής.
Τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον, επίσης από τήν αρχήν τής ιδρύσεώς του, είναι μέλος τού συμβουλίου Ευρωπαϊκών "Εκκλησιών", έχει εκδόσει καί άλλας εγκυκλίους αργότερα τό 1952, εις τάς διαφόρους επετείους τού ΠΣΕ. Ενθυμούμαι, ότι ήμουν νέος μητροπολίτης Φιλαδελφείας καί είχα συνεργασθεί μέ τούς σοφούς(!) πρεσβυτέρους ιεράρχας καί εκδόσαμε αυτάς τάς εγκυκλίους τού οικουμενικού Πατριαρχείου, διά τών οποίων τονίζεται η σημασία τήν οποίαν αποδίδομεν εις τήν οικουμενική κίνησι καί εις τήν ιδρυματικήν έκφρασιν αυτής, πού είναι τό ΠΣΕ.
  Ο ομιλών, είχα τήν χαράν καί τήν τιμήν νά υπάρξω καί μαθητής εις τό οικουμενικον Ινστιτούτο τού Μποζέ, όπου καί άλλοι αδελφοί γνωρίζω ότι έχουν φοιτήσει κατά καιρούς. "Ορθόδοξοι" δέ "σοφοί" καθηγηταί εδίδαξαν καί διδάσκουν, όπως τότε πού φοιτούσα εγώ, ο μακαριστός Νίκος Νησιώτης, ο οποίος είχε ένα τραγικό τέλος τής επιγείου ζωής του, καί σήμερα ένας ονομαστός ρουμάνος θεολόγος είναι διευθυντής καί τόν περασμένο Ιανουάριο που είχαμε τήν σύναξη τών "ορθοδόξων" προκαθημένων εις την Γενεύην, ένα βράδυ μάς εφιλοξένησε καί είχαμε τήν ευκαιρία "αδελφικής" επικοινωνίας.
Όλοι γνωρίζετε ασφαλώς, ότι ο μακαριώτατος αδελφός "πατριάρχης" τής Ρουμανίας κος Δανιήλ, πρίν ακόμη περιβληθή τό τίμιον ράσο ως λαϊκός, εδίδαξε αποδοτικώς καί καρποφόρως, εις τό οικουμενικόν Ινστιτούτο τού Μποζέ, μεταξύ Γενεύης καί Λωζάνης καί αφήκε αρίστας εντυπώσεις.
Λοιπον μέσα εις αυτό τό πνεύμα καί εις αυτό τό πλαίσιο, καλωσορίζουμε γιά μιά ακόμη φορά τούς υψηλούς επισκέπτας μας, εκπροσώπους άλλων "Εκκλησιων" καί διεκκλησιαστικών οργανισμών. Τούς ευχαριστούμε γιά τήν παρουσία τους. Εύχομαι νά αναχωρήσουν από τήν Κρήτη καί από τήν Ελλάδα, μέ τάς καλλιτέρας εντυπώσεις.
 Εμείς επικαλούμεθα πάντοτε τάς "προσευχάς" τους, διά τό έργόν μας ώς ορθοδόξων(;) ποιμένων καί θεολόγων(;), καί τούς διαβεβαιούμεν, διά τάς ιδικάς μας "προσευχάς" διά τό ιδικόν των έργον εις τόν αμπελώνα τού Κυρίου(;) καί διά τήν κοινήν εργασίαν καί προσπάθειάν μας υπέρ τής τών πάντων ενώσεως, υπέρ τής οποίας ως γνωστόν η "ορθόδοξος Εκκλησία" μας δέν παραλείπει νά ευχηθή σέ κάθε "ιεράν" ακολουθίαν της ...

Ο φιλεύσπλαχνος Κύριος νά χαρίσει καλή μετάνοια καί επιστροφή στήν Ορθοδοξία πρός χάριν του ταλαιπωρημένου λαού !!! 



Πηγή: https://youtu.be/CWS0jg3-hxs
            καί ΡΟΜΦΑΙΑ 
Share:

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

Δευτέρα Ἐπιστολὴ Πόνου τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς



Πρὸς τὰς Αὐτῶν Ἁγιότητας 
καὶ Μακαριότητας τοὺς Προκαθημένους 
τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, 
καὶ τοὺς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας, 
Ἀρχιεπισκόπους καὶ Ἐπισκόπους

Ο ΛΑΟΣ τοῦ Κυρίου, ὁ διαβιῶν ἔν τινι Ἐπισκοπῇ, εἶναι ἐμπεπιστευμένος εἰς τὸν ἑκασταχοῦ Ἐπίσκοπον, παρ᾿ οὗ καὶ θὰ ζητηθῇ λόγος περὶ τῶν ψυχῶν τῶν ἐμπεπιστευμένων αὐτῷ, συνῳδὰ τῷ ΛΘʹ Ἀποστολικῷ Κανόνι. Ὁ ΛΔʹ Ἀποστολικὸς Κανὼν διακελεύει, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος δύναται νὰ ἐπιτελῇ, ὅσα μόνον ἀφοροῦν εἰς τὴν ἑαυτοῦ Ἐπισκοπὴν καὶ τὴν ἀνήκουσαν εἰς ταύτην περιοχήν.
    Ὑπάρχουσιν ἐν τούτοις περιστάσεις, καθ᾿ ἃς τὰ γεγονότα εἶναι τοιαύτης φύσεως, ὥστε ἡ ἐπίδρασις αὐτῶν ἐκτείνεται πέραν τῶν ὁρίων μιᾶς Ἐπισκοπῆς, ἀλλὰ καὶ μιᾶς ἢ καὶ περισσοτέρων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Γεγονότα τοιαύτης γενικῆς ἢ καὶ παγκοσμίου φύσεως, δὲν δύνανται ν᾿ ἀγνοηθῶσιν ἀπὸ οἱονδήποτε Ὀρθόδοξον Ἐπίσκοπον, ὅστις ὡς διάδοχος τῶν Ἀποστόλων, εἶναι ἐπιφορτισμένος, ἵνα προστατεύῃ τὸ ποίμνιόν του ἐκ τῶν διαφόρων πειρασμῶν. Ἡ ἀστραπιαία ταχύτης, μεθ᾿ ἧς σήμερον διαδίδονται αἱ ἰδέαι εἰς τὸν κόσμον, καθιστᾶ τὴν μέριμναν ταύτην ἔτι ἐπιτακτικωτέραν.
    Εἰς τὰ καθ᾿ ἡμᾶς, τὸ ποίμνιον τὸ ἀνῆκον εἰς τὸ ἐλεύθερον τμῆμα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐγκατεσπαρμένον καθ᾿ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τοῦ κόσμου, ὅθεν καὶ τυγχάνει ὅλως ἰδιαιτέρως ἐνδιαφερόμενον διὰ τὰ ὅσα ἐλέχθησαν ἀνωτέρω.
    Κατὰ συνέπειαν, ὅταν οἱ ἡμέτεροι Ἐπίσκοποι συνεδριάζωσιν ἐν Συνόδῳ, δὲν δύνανται νὰ περιορίζωσι τὰς συζητήσεις αὐτῶν ἐντὸς τῶν στενῶν ὁρίων τῶν ποιμαντορικῶν καὶ διοικητικῶν προβλημάτων τῶν κατ᾿ αὐτοὺς Ἐπισκοπῶν, ἀλλ᾿ ὀφείλουν ἐπιπροσθέτως νὰ στρέψωσι τὴν προσοχήν των εἰς θέματα γενικωτέρας σημασίας τοῦ ὅλου Ὀρθοδόξου κόσμου, ἐφ᾿ ὅσον ἡ θλῖψις μιᾶς Ἐκκλησίας εἶναι καὶ θλῖψις πασῶν τῶν λοιπῶν (Φιλιπ. δʹ 14-15. Ἑβρ. ιʹ 33).
    Καὶ ἐὰν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦτο ἀσθενὴς μετὰ τῶν ἀσθενῶν καὶ ζέων μετὰ τῶν ἀδικουμένων, πῶς εἶναι δυνατὸν ἡμεῖς, οἱ Ἐπίσκοποι τοῦ Θεοῦ, νὰ εἴμεθα ἀδιάφοροι ἐνώπιον τῆς ὑπερεκχειλίσεως τῶν πλανῶν, αἵτινες ἐπαπειλοῦσι τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς πλήθους ἐκ τῶν ἡμετέρων ἀδελφῶν ἐν Χριστῷ;
    Ἐν πνεύματι τοιούτων συναισθημάτων, ἀπηυθύνθημεν ἅπαξ ἔτι εἰς ἅπαντας τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διὰ τῆς Ἐπιστολῆς Πόνου ἡμῶν. Ἠγαθύνθημεν μαθόντες, ὅτι ἐν ἁρμονίᾳ πρὸς τὴν ἐπίκλησιν ἡμῶν, Μητροπολῖταί τινες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀνεφέρθησαν δι᾿ ὑπομνημάτων των εἰς τὴν Σύνοδον αὐτῶν, ἐφιστῶντες τὴν προσοχὴν ταύτης ἐπὶ τῆς ἀνάγκης νὰ θεωρῇ τὸν Οἰκουμενισμὸν ὡς αἵρεσιν καὶ νὰ προβῇ εἰς σύστασιν ἐπανεξετάσεως τοῦ ὅλου θέματος τῆς συμμετοχῆς εἰς τὸ «Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν». Τοιαῦται ὑγιεῖς ἀντιδράσεις κατὰ τῆς διαδόσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐπιτρέπουν εἰς ἡμᾶς τὴν ἐλπίδα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θὰ λυτρωθῇ ἐκ τῆς νέας ταύτης θυέλλης, ἥτις ἀπειλεῖ Αὐτήν.
    Δύο εἰσέτι ἔτη παρῆλθον ἀπὸ τὴν δημοσίευσιν τῆς  Ἐπιστολῆς Πόνου ἡμῶν ταύτης. Καίτοι εἴδομεν τὰς νέας διατυπώσεις ἐν τῇ Ἑλλαδικῇ Ἐκκλησίᾳ, χαρακτηριζούσας τὸν Οἰκουμενισμὸν ὡς ἀντορθόδοξον, δυστυχῶς ὅμως οὐδεμία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀνήγγειλεν, ὅτι ἀποσύρεται τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν».
    Εἰς τὴν ἐν λόγῳ Ἐπιστολὴν Πόνου ἡμῶν, περιεγράψαμεν διὰ ζωηρῶν χρωμάτων εἰς τὶ συνίσταται ἡ συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ Συμβούλιον τοῦτο, ὅπερ, ὡς ἐλέχθη, βασίζεται ἐπὶ καθαρῶς προτεσταντικῶν ἀρχῶν, τελείως ἀντιφερομένων πρὸς αὐτὰς ταύτας τὰς βάσεις τῆς Ὀρθοδοξίας.
    Εἰς τὴν παροῦσαν ἐπιστολήν, κατόπιν ἐξουσιοδοτήσεως τῶν Ἐπισκόπων τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Συνόδου, θὰ προσπαθήσωμεν ν᾿ ἀναπτύξωμεν εὐρύτερον τὴν σημασίαν καὶ τὴν ἔννοιαν τῆς προειδοποιήσεώς μας, καταδεικνύοντες ὅτι οἱ συμμετέχοντες τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ὑποπίπτουν εἰς βαθεῖαν αἵρεσιν, ἀντικειμένην εἰς αὐτὰ ταῦτα τὰ ἀρραγῆ θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας.
    Τὴν οὐσίαν τῆς Κινήσεως ταύτης, περιέγραψεν ὁ Ρωμαιοκαθολικὸς θεολόγος Yves M.J. Congar, ὅστις γράφει, ὅτι
    «αὕτη εἶναι μία κίνησις ἐξωθοῦσα τὰς χριστιανικὰς ἐκκλησίας εἰς ἐπαναφορὰν καὶ ἀποκατάστασιν τῆς ἀπωλεσθείσης ἑνότητος ἐπὶ τῷ σκοπῷ βαθείας κατανοήσεως μεταξύ των καὶ μιᾶς ἑκάστης κεχωρισμένως».
Καὶ συνεχίζει:
    «αὕτη ἀποτελεῖ συμπίλημα παντοίων αἰσθημάτων, ἰδεῶν, πράξεων καὶ καθεστώτων, συναντήσεων, συγκεντρώσεων, διαλέξεων, τελετῶν, ἐκδηλώσεων καὶ δημοσιεύσεων, κατευθυνομένων πρὸς τὸν σκοπὸν ἐπανενώσεως εἰς μίαν ἑνότητα, οὐχὶ μόνον τῶν κεχωρισμένων χριστιανῶν, ἀλλὰ πασῶν συλλήβδην τῶν ὑφισταμένων ἐκκλησιῶν»!
Οὕτω δὲ προσθέτει ὅτι:
    «ἡ λέξις οἰκουμενισμός, ὅστις τυγχάνει προτεσταντικῆς προελεύσεως, σημαίνει μίαν συγκεκριμένην πραγματικότητα, ἤτοι τὸ σύνολον τῶν προαναφερθέντων, ἐπὶ τῇ βάσει μιᾶς στάσεως καὶὡρισμένων συγκεκριμένων πεποιθήσεων (ἂν καὶ οὐχὶ πάντοτε σαφῶν καὶ βεβαίων). Δὲνmπρόκειται περὶ ἐπιθυμίας ἢ προσπαθείας πρὸς ἕνωσιν ἐκείνων, οἵτινες θεωροῦνται κεχωρισμένοι, εἰς μίαν Ἐκκλησίαν, ἥτις θὰ δύναται νὰ θεωρῆται ὡς ἡ μόνη ἀληθής. Οὗτος (ὁ Οἰκουμενισμὸς) ἄρχεται ἀπὸ τοῦ σημείου ἐκείνου ὅπου ἀναγνωρίζεται, ὅτι οὐδεμία ἐκ τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν εἰς τὴν σημερινήν της κατάστασιν κατέχει τὸ πλήρωμα τοῦ Χριστιανισμοῦ!  Ἔστω καὶ ἂν μία ἐξ αὐτῶν (τῶν ὁμολογιῶν) τυγχάνει αὐθεντική, ἐν τούτοις ὅμως ὡς ὁμολογία δὲν περιλαμβάνει τὸ πλήρωμα τἀληθείας, ἀλλὰ ὑπάρχουσι χριστιανικαὶ ἀξίαι οὐχὶ μόνον μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ἐκείνων τῶν ὁμολογιακῶς κεχωρισμένων αὐτῆς, ἀλλʼ εἰσέτι καὶ μεταξὺ ἄλλων ὁμολογιῶν καὶ ἄλλων ἐκκλησιῶν» (Chretiens Desunis, Ἔκδοσις: Unam Sanctam, Παρίσιοι 1937, σελ. XI-XII).
   Ὁ ὁρισμὸς οὗτος τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, γενόμενος ἀπὸ ἕναν Ρωμαιοκαθολικὸν θεολόγον πρὸ 35 ἐτῶν, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἀπολύτως ἀκριβὴς ἔτι καὶ σήμερον, σὺν τῇ διαφορᾷ ὅτι, ἐν τῇ διαρκείᾳ τῶν παρελθόντων ἐτῶν, ἡ Κίνησιςαὕτη ἐξηκολούθησενὰ ἀναπτύσσεται περαιτέρω μὲ ὁλοὲν ἀνανεούμενον καὶ ἐπικινδυνωδέστερον σκοπόν.
    Εἰς τὴν πρώτην ἡμῶν Ἐπιστολὴν Πόνου, ἐγράψαμεν, ἐν λεπτομερείαις, ἐπὶ τοῦ ἀσυμβιβάστουκατὰ τὴν ἡμετέραν Ἐκκλησιολογίαν, τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ «Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν», ἐπακριβῶς παρουσιάζοντες τὴν φύσιν τῶν κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας παραβάσεων, αἵτινες συντελοῦνται διὰ τῆς συμμετοχῆς τῶν Ἐκκλησιῶν μας εἰς τοῦτο τὸ Συμβούλιον. Κατεδείξαμεν, ὅτι αἱ βασικαὶ ἀρχαὶ τοῦ Συμβουλίου τούτου εἶναι ἀσυμβίβαστοι μὲ τὸ Ὀρθόδοξον δόγμα τῆς Ἐκκλησίας. Διὰ τοῦτο δὲ καὶ διεμαρτυρήθημεν κατὰ τῆς ἀποδοχῆς τῆς ἀποφάσεως τῆς ἐν Γενεύῃ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, δι᾿ ἧς ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀνεκηρύσσετο ὀργανικὸν μέλος τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν».
    Ἀλλοίμονον! Τὰ τελευταῖα ἔτη τυγχάνουν ὑπερφορτωμένα ἀποδείξεων περὶ τοῦ ὅτι, εἰς τοὺς Διαλόγους μετὰ τῶν Ἑτεροδόξων, μερικαὶ ὀρθόδοξοι Ἀντιπροσωπεῖαι υἱοθέτησαν μίαν καθαρῶς προτεσταντικὴν ἐκκλησιολογίαν, ἥτις διὰ τοῦ αὔλακός της ὁδηγεῖ εἰς μίαν προτεσταντικὴν προσέγγισιν τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκ τῆς ὁποίας ἀναδύεται ὁ σύγχρονος δημοφιλὴς νεωτερισμός.
     Ὁ νεωτερισμός, συνίσταται εἰς κατάπτωσιν καὶ προσαρμογὴν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, συμφώνως πρὸς τὰς ἀρχὰς τοῦ ρέοντος κοινωνικοῦ βίου καὶ τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν. Βλέπομεν τοῦτο εἰς τὴν νεωτεριστικὴν κίνησιν τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας» ἐν Ρωσίᾳ περὶ τὸ 1920. Εἰς τὴν πρώτην συνέλευσιν τῶν ἱδρυτῶν τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας» κατὰ τὴν 29ην Μαΐου 1922, οἱ σκοποί της καθωρίσθησαν ὡς
    «ἀναθεώρησις καὶ ἀλλαγὴ ὅλων τῶν ὄψεων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὡς αὗται καθίστανται ἐπιτακτικαὶ ἐκ τῶν ἀπαιτήσεων τῆς συγχρόνου ζωῆς». («Ἡ Νέα Ἐκκλησία», καθηγητοῦ B.V. Titlinov, Πετρούπολις-Μόσχα 1923, σελ. ΙΙ).
    Ἡ «Ζῶσα Ἐκκλησία», ἦτο μία ἀπόπειρα διὰ τὴν μεταρρύθμισιν, προσηρμοσμένη εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τῶν συνθηκῶν ἑνὸς Κομμουνιστικοῦ Κράτους. Ὁ μοντερνισμὸς τοποθετεῖ αὐτὸν τὸν συμβιβασμὸν μὲ τὴν ἀνθρωπίνην μειονεκτικότητα καὶ ἀσθένειαν, ὑπεράνω τῶν ἠθικῶν καὶ μάλιστα τῶν δογματικῶν ἀπαιτήσεων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἐν τοιαύτῃ ἐκτάσει, ὥστε ὁ κόσμος ἐγκαταλείπει τὰς χριστιανικὰς ἀρχάς, ἡ δὲ ἐκκοσμίκευσις (μοντερνισμὸς) ὑποβιβάζει τὸ ἐπίπεδον τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον. Ἐντὸς τῶν Δυτικῶν Ὁμολογιῶν βλέπομεν ὅτι ἐπῆλθε σχεδὸν κατάργησις τῆς Νηστείας, ριζικὴ συντόμευσις καὶ ἐκχυδαϊσμὸς τῶν θρησκευτικῶν Ἀκολουθιῶν, καὶ τελικῶς πλήρης καὶ ὁλοσχερὴς πνευματικὴ ἐρήμωσις, ἐξικνουμένη μέχρι σημείου ἀπροκαλύπτου ἐκδηλώσεως ἀνοχῆς, ἂν μὴ καὶ ἐνθαρρύνσεως πρὸς ἀνθρωπίνους διαστροφάς, περὶ τῶν ὁποίων ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει, ὅτι «αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν».
    Ὁ ἐκσυγχρονισμὸς οὗτος ὑπῆρξεν ἡ βάσις τοῦ θλιβερᾶς μνήμης Πανορθοδόξου ἐκείνου Συνεδρίου, ὅπερ συνῆλθεν ἐν Κωνσταντινουπόλει τὸ 1923, καὶ προφανῶς ἤσκησε μεγίστην ἐπίδρασιν ἐπὶ τοῦ ἐν Ρωσίᾳ ἀνακαινιστικοῦ πειράματος. Συνεπείᾳ τοῦ Συνεδρίου ἐκείνου, Ἐκκλησίαι τινές, ἐνῶ δὲν υἱοθέτησαν ὅλας τὰς μεταρρυθμίσεις, αἵτινες εἰσήχθησαν τότε, ἀπεδέχθησαν ἐν τούτοις τὸ δυτικὸν ἡμερολόγιον καὶ μάλιστα, εἴς τινας περιπτώσεις, τὸ δυτικὸν Πασχάλιον. Τοῦτο ὑπῆρξε τότε τὸ πρῶτον βῆμα εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἐκκοσμικεύσεως καὶ τοῦ μοντερνισμοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐνῶ συγχρόνως ἤλλαξεν ὁ τρόπος ζωῆς Αὐτῆς, ὥστε νὰ ἀχθῇ Αὕτη, προϊόντος τοῦ χρόνου, ἐγγύτατα πρὸς τὰς αἱρετικὰς ὁμολογίας καὶ φατρίας. Ἐκ τῆς ἀπόψεως ταύτης, ἡ τοιαύτη υἱοθέτησις τοῦ δυτικοῦ ἡμερολογίου, ἦτο μία κατάφωρος παράβασις τῶν ἱερῶν Κανόνων, διὰ τῶν ὁποίων ἐπιδιώκεται ὁ χωρισμὸς τῶν πιστῶν ἀπ᾿ ἐκείνων, οἵτινες διδάσκουσιν ἀντιθέτως πρὸς τὰς ἀρχὰς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οὐχὶ δὲ ἡ ἐνθάρρυνσις προσεγγίσεως μετ᾿ αὐτῶν εἰς τὰ τῆς Λειτουργικῆς μας ζωῆς. (Τίτου γʹ 10· Ιʹ, ΜΕʹ καὶ ΞΕʹ Ἀποστολικοὶ Κανόνες· ΛΒʹ, ΛΓʹ καὶ ΛΖʹ Κανόνες τῆς ἐν Λαοδικείᾳ).
    Τὸ φρικτὸν προϊὸν τῆς τοιαύτης μεταρρυθμίσεως ὑπῆρξεν ἡ διάσπασις τῆς ἑνότητος τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν εἰς διαφόρους χώρας. Οὕτως, ἐνῶ τινες ἐξ αὐτῶν ἑορτάζουν τὴν Γέννησιν τοῦ Σωτῆρος ὁμοῦ μετὰ τῶν αἱρετικῶν, ἕτεροι ἐξακολουθοῦν νηστεύοντες. Ἐνίοτε τοιοῦτος διχασμὸς συμπίπτει καὶ εἰς τὴν αὐτήν, ἑκασταχοῦ, τοπικὴν Ἐκκλησίαν, κάποτε δὲ καὶ τοῦτο τὸ Πάσχα εἰσέτι ἑορτάζεται σύμφωνα μὲ τὸ δυτικὸν πασχάλιον. Ἐπὶ τῷ τέλει, ἐν τούτοις, τῆς συμπλησιάσεως πρὸς τοὺς αἱρετικούς, παραβιάζεται ὁ Κανὼν τῆς Αʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθ᾿ ὃν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ δέον νὰ ἑορτάζωσι καὶ νὰ δοξάζωσι ταυτοχρόνως τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ καθ᾿ ἅπαντα τὸν κόσμον.
     Ἡ τάσις αὕτη τοῦ εἰσάγειν μεταρρυθμίσεις ἐν ἀδιαφορίᾳ καὶ περιφρονήσει πρὸς τὰς προγενεστέρας γενικὰς ἀποφάσεις καὶ τὴν ἐν τῇ πράξει ζωὴν τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐν καταφώρῳ παραβάσει τοῦ Βʹ Κανόνος τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μόνον σύγχυσιν δημιουργεῖ. Ὁ ἁγιώτατος Πατριάρχης τῆς Σερβίας Γαβριήλ, ὁ ἀλήστου μνήμης ἐκεῖνος Ἱεράρχης, εὐγλώττως ἐκφράζει τὰς σκέψεις του ταύτας, κατὰ τὴν ὁμιλίαν του εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Διάσκεψιν τῆς Μόσχας τὸ 1948, ὡς ἑξῆς:
    «Κατὰ τὰς τελευταίας δεκαετίας, διάφοροι τάσεις ἐνεφανίσθησαν εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, αἵτινες προκαλοῦν δεδικαιολογημένην ἀνησυχίαν διὰ τὴν καθαρότητα τῆς ὁμολογίας της, τὴν δογματικὴν καὶ κανονικήν της ἑνότητα. Ἡ σύγκλησις ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως, ὡς καὶ ἡ Διάσκεψις ἐν Βατοπεδίῳ, αἵτινες εἶχον ὡς πρωταρχικὸν καὶ κύριον σκοπὸν τὴν προετοιμασίαν τῆς Προσυνόδου, παρεβίασαν τὴν ἑνότητα καὶ συνεργασίαν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἀφ᾿ ἑνὸς ἡ ἀπουσία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὰς συναντήσεις αὐτὰς καί, ἀφ᾿ ἑτέρου, αἱ βεβιασμέναι καὶ μονομερεῖς ἐνέργειαι τινῶν ἐκ τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ὡς καὶ αἱ βεβιασμέναι ἐνέργειαι τῶν ἀντιπροσωπειῶν των, εἰσήγαγον τὸ χάος καὶ τὴν ἀνωμαλίαν εἰς τὴν ζωὴν τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ μονομερὴς εἰσαγωγὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου ὑπό τινων ἐκ τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ τὸ παλαιὸν τοιοῦτον ἀκολουθεῖται εἰσέτι ὑπὸ τῶν πλείστων, ἔσεισε τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ προεκάλεσε σοβαρωτάτας διχοστασίας ἐντὸς τῶν κόλπων τῶν Ἐκκλησιῶν ἐκείνων, αἵτινες μετὰ τοσαύτης ἐλαφρότητος εἰσήγαγον τὸ νέον ἡμερολόγιον». (Πράξεις τῆς Διασκέψεως τῶν Ἀρχηγῶν καὶ Ἀντιπροσωπειῶν τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, Μόσχα 1949, τόμ. ΙΙ, σελ. 447-448).
    Προσφάτως, ὁ καθηγητὴς κ. Θεοδώρου, εἷς ἐκ τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν Διάσκεψιν τοῦ Σαμπεζὺ τὸ 1968, ἔγραψεν ὅτι ἡ ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμισις ἐν Ἑλλάδι ὑπῆρξεν βεβιασμένη καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία πάσχει, εἰσέτι καὶ σήμερον ἀπὸ τό, συνεπείᾳ τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρυθμίσεως, προκληθὲν σχῖσμα (Περιοδικὸν τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας, ἀρ. Ι, 1969, σελ. 51).
    Δὲν δύναται νὰ διαφύγῃ τὴν εὐαισθησίαν τῆς συνειδήσεως πλείστων τέκνων τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμισις προητοίμασε τὸ ἔδαφος καὶ ὑπέσκαψε τὰ θεμέλια, διὰ μίαν ἀναθεώρησιν τῆς συνόλου τάξεως τῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἥτις ὑπῆρξεν εὐλογημένη ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως πολλῶν ἑκατονταετηρίδων καὶ ἐσφραγισμένη ὑπὸ τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἤδη εἰς τὸ Πανορθόδοξον ἐκεῖνο Συνέδριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὸ 1923, τὸ θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν κληρικῶν ἀνέκυψε μεθ᾿ ἑτέρων πολλῶν θεμάτων. Προσφάτως δέ, ὁ Ἕλλην Ἀρχιεπίσκοπος Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς Ἰάκωβος προέβη εἰς δήλωσιν ἐπιδοκιμάζουσα τὸν γάμον τῶν ἐπισκόπων («Ἑλληνικὰ Χρονικά», 23 Δεκεμβρίου 1971).
    Ἡ ἰσχὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι Αὕτη ἀνέκαθεν διατηρεῖ τὰς ἀρχὰς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Παρὰ ταῦτα, ὑπάρχουσιν ἐκεῖνοι, οἵτινες ἐπιχειροῦν νὰ συμπεριλάβουν εἰς τὰ θέματα τῆς μεγάλης Συνόδου οὐχὶ ἁπλῶς μίαν ἀνταλλαγὴν γνωμῶν διὰ τὴν καλλιτέραν μεθοδολογίαν πρὸς διασφάλισιν τηρήσεως τῶν ἀρχῶν αὐτῶν, ἀλλὰ τοὐναντίον, τρόπους διὰ μίαν ριζικὴν ἀναθεώρησιν τῆς ὅλης Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀρχῆς γενομένης διὰ τῆς καταργήσεως τῶν νηστειῶν, δευτέρου γάμου τῶν κληρικῶν κ.λπ., εἰς τρόπον ὥστε ἡ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ ἐξομοιωθῇ μὲ τὴν τοιαύτην τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων.
    Εἰς τὴν πρώτην ἡμῶν Ἐπιστολὴν Πόνου κατεδείξαμεν λεπτομερῶς, μέχρι ποίου σημείου αἱ ἀρχαὶ τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» ἀντιτίθενται εἰς τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ διεμαρτυρήθημεν κατὰ τῆς ἀποφάσεως, ἣν ἔλαβεν ἡ Πανορθόδοξος Διάσκεψις τῆς Γενεύης, διακηρύσσουσα τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς ὀργανικὸν μέλος τοῦ τοιούτου Συμβουλίου.
    Ὑπεμνήσαμεν τότε πρὸς ἅπαντας, ὅτι: «τὸ δηλητήριον τῆς αἱρέσεως δὲν εἶναι καὶ τόσον ἐπικίνδυνον, ὅταν εἰσάγηται βαθμιαίως ἐντὸς τοῦ ὀργανισμοῦ εἰς δόσεις, ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον ἰσχυροτέρας, ὑπ᾿ ἐκείνων, οἵτινες ἀκριβῶς λόγῳ τῆς θέσεώς των, θὰ ὤφειλον νὰ εἶναι οὐχὶ δηλητηριασταί, ἀλλ᾿ ἰατροὶ πνευματικοί». 
    Ἀλλοίμονον! Ἐπ᾿ ἐσχάτων βλέπομεν τὰ συμπτώματα μιᾶς τοιαύτης ἀναπτύξεως καὶ διαδόσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ δὴ τῇ συμμετοχῇ τῶν Ὀρθοδόξων, ὥστε, ἐν ἀληθείᾳ ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀπέβη φοβερὰ ἀπειλή, ὁδηγοῦσα εἰς τὴν ὁλοσχερῆ ἐξαφάνισιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διαλύουσα ταύτην εἰς τὸν ὠκεανὸν τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων. Τὸ πρόβλημα τῆς ἑνότητος δὲν συζητεῖται σήμερον ἐπὶ τοῦ ἐπιπέδου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐτοποθετεῖτο συνήθως ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Δι᾿ἐκείνους, ἡ ἑνότης μετὰ τῶν αἱρετικῶν ἀπῄτει τὴν ὑπὸ τῶν δευτέρων ὁλοκληρωτικὴν ἀποδοχὴν τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας καὶ τὴν ἐπιστροφήν των εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὑπὸ τὸ πρῖσμα ἐν τούτοις τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶναι αὐτονόητον, ὅτι ἀμφότεραι αἱ πλευραὶ τυγχάνουν ἰσοδυνάμως ἐν δικαίῳ καὶ ἐν ἀδίκῳ, καὶ τοῦτο ἐφαρμόζεται ἐξ ἴσου εἴς τε τοὺς Καθολικοὺς καὶ τοὺς Διαμαρτυρομένους. Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας σαφῶς ἐξέφρασε τοῦτο εἰς χαιρετιστήριονὁμιλίαν του πρὸς τὸν Καρδινάλιον Βίλλεμπραντς ἐν Κωνσταντινουπόλει τὴν 30ὴν Νοεμβρίου 1969. Ὁ Πατριάρχης ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμίαν, ἵνα αἱ δραστηριότητες τοῦ Καρδιναλίου «σημάνουν μίαν
νέαν ἐποχὴν προόδου, οὐ μόνον ἐν σχέσει πρὸς τὰς δύο ἡμετέρας Ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ ἐπίσης μεθ᾿ ὅλων τῶν
Χριστιανῶν». Ὁ Πατριάρχης ἔδωκε τὸν ὁρισμὸν τῆς νέας προσεγγίσεως τοῦ προβλήματος τῆς ἑνότητος λέγων:
    «Οὐδ᾿ ἕτερος ἡμῶν καλεῖ πλέον τὸν ἄλλον εἰς ἑαυτόν, ἀλλ᾿ ὡς ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἀνδρέας ἄγομεν ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους πρὸς τὸν Ἰησοῦν, τὸν μόνον, τὸν κοινὸν Κύριον, τὸν ἑνοποιόν». («Τόμος Ἀγάπης» Ρώμη-Κωνσταντινούπολις, Ἔγγραφον ὑπ᾿ ἀριθ. 274/30.11.1969, σελ. 588-589).
    Ἡ πρόσφατος ἀνταλλαγὴ Ἐπιστολῶν μεταξὺ Παύλου τοῦ Ϛʹ, Πάπα τῆς Ρώμης, καὶ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, καλλιεργεῖ καὶ ἀναπτύσσει ἔτι εὐρύτερον τὴν ἀντορθόδοξον ταύτην ἀντίληψιν, προκαλοῦσα ἐν ἡμῖν μεγάλην ταραχήν. Ἐνθαρρυνόμενος ὑπὸ διαφόρων δηλώσεων τοῦ προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Πάπας ἔγραψε πρὸς αὐτὸν τὴν 8ην Φεβρουαρίου 1971:
    «Τῷ πιστῷ λαῷ, τῷ συγκεντρωθέντι ἐν τῇ Βασιλικῇ τοῦ Ἁγίου Πέτρου κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς ἑνότητος, ὑπεμνήσαμεν τὴν μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν καὶ τῶν σεβασμίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὑφισταμένην ἤδη σχεδὸν πλήρη κοινωνίαν, μ᾿ ὅλον ὅτι μὴ οὖσαν ταύτην εἰσέτι τελείαν, προερχομένην ἐν τούτοις ἐκ τῆς κοινῆς ἡμῶν μετοχῆς ἐν τῷ μυστηρίῳ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Αὐτοῦ». («Τόμος Ἀγάπης», Ἔγγραφον ὑπ᾿ ἀριθ. 283/8.2.1971, σελ. 614-615)
    Μία νέα διδασκαλία διὰ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμόν, ἀλλ᾿ ἀπὸ μακροῦ χρόνου ἀποδεκτὴ διὰ τὸν Προτεσταντισμόν, περιέχεται εἰς τὰς λέξεις ταύτας. Συμφώνως πρὸς αὐτήν, αἱ ὑφιστάμεναι διαιρέσεις μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ τῆς γῆς εἶναι ἐπὶ τοῦ παρόντος χιμαιρικαί. Αὗται δὲν φθάνουν μέχρι τῶν οὐρανῶν. Οὕτως οἱ λόγοι τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, οἱ ἀφορῶντες εἰς τὴν τιμωρίαν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπακούουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν (Ματθ. ιηʹ 18) ἐτέθησαν εἰς ἄγνοιαν καὶ θεωροῦνται ὡς ἄνευ ἰσχύος. Τοιαύτη τις διδασκαλία εἶναι νεοφανὴς οὐχὶ μόνον δι᾿ ἡμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, ἀλλ᾿ ὡσαύτως καὶ διὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τῶν ὁποίων ἡ σκέψις ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου, τόσον διάφορος πρὸς τὴν ἐν τῷ παρόντι, ἐξεφράσθη κατὰ τὸ 1928 ὑπὸ τοῦ Πάπα Πίου τοῦ Θʹ εἰς τὴν Ἐγκύκλιόν του «Mortalium Animos».
     Ἂν καὶ οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀνήκουν εἰς τοὺς ἀποκαλουμένους «ἔξω» (Αʹ Κορ. εʹ 13), καὶ δὲν εἴμεθα ἐνδιαφερόμενοι διὰ τὰς ἐναλλαγὰς τῶν τάσεων εἰς τὰς ἰδέας των, ἡ συμπλησίασίς των ἐγγύτατα τῆς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογίας ἐνδιαφέρει ἡμᾶς κατὰ τοσοῦτον, καθ᾿ ὅσον αὕτη συμπίπτει μὲ τὴν ὁμόφωνον ἀποδοχὴν παρομοίας στάσεως ἐκ μέρους τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ οἰκουμενισταὶ Ὀρθοδόξου ὑποδομῆς καὶ οἱ οἰκουμενισταὶ Προτεσταντικῆς- Ρωμαιοκαθολικῆς ὑποδομῆς, συμπίπτουν εἰς μίαν ὁμόθυμον γνώμην ἐν τῇ αὐτῇ αἱρέσει.
     Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀπήντησεν εἰς τὴν ἀνωτέρω ἀναφερομένην ἐπιστολὴν τοῦ Πάπα, τὴν 21ην Μαρτίου 1971, κατὰ τὸ αὐτὸ πνεῦμα. Παραθέτοντες τὰς λέξεις του, ὑπογραμμίζομεν τὰς πλέον σημαντικὰς φράσεις. Ἐνῶ ὁ Πάπας, ὅστις ἀδιαφορεῖ διὰ τὴν δογματικὴν ἁρμονίαν, καλεῖ τὸν Πατριάρχην «ὅπως πράξωμεν πᾶν τὸ δυνατόν, ὅπως ἐπισπεύσωμεν τὴν ἡμέραν τὴν τόσον ἐπιθυμητήν, καθ᾿ ἢν ἐν τῇ τελειώσει κοινῆς συλλειτουργίας, θὰ ἀξιωθῶμεν ὅπως κοινωνήσωμεν ὁμοῦ τοῦ αὐτοῦ Ποτηρίου τοῦ Κυρίου» (αὐτόθι), ὁ Πατριάρχης, ἀπαντῶν ἐν τῷ αὐτῷ πνεύματι καὶ ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Πάπαν ὡς πρὸς «πρεσβύτερον ἀδελφόν», λέγει, ὅτι
    «... ὑπείκοντες τῷ ἁγίῳ θελήματι τοῦ Κυρίου βουλομένου μίαν εἶναι τὴν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ, ὁρατὴν τῷ κόσμῳ παντί, ἵνα ὁ σύμπας κόσμος ἐν Αὐτῇ περιχωρηθῇ, ἀκλινῶς καὶ συνεπῶς παραδιδόμεθα τῇ χειραγωγίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς σταθερὰν συνέχισιν καὶ τελείωσιν τοῦ μεθ᾿ Ὑμῶν, κοινῷ Ἁγίῳ πόθῳ, ἀρξαμένου καὶ αὐξήσαντος ἱεροῦ ἔργου, τοῦ ὁρατὴν ποιῆσαι καὶ ἐμφανίσαι τῷ κόσμῳ τὴν μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ». («Τόμος Ἀγάπης», Ἔγγραφον ὑπ᾿ ἀριθ. 284/21.3.1971, σελ. 618-619)
    Περαιτέρω ὁ Πατριάρχης γράφει: «᾿Ὄντως, εἰ καὶ ἡ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ ἀπὸ δυσμῶν Ἐκκλησίαι, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, ἐξενώθησαν πρὸς ἀλλήλας, οὐκ ἐξενώθησαν ὑπάρξει τῆς κοινωνίας ἐν τῷ μυστηρίῳ τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ καὶ τῆς θεανδρικῆς Ἐκκλησίας Αὐτοῦ». (αὐτόθι, σελ. 620-621).
    Ὁ Πατριάρχης μετὰ πικρίας ἀναφέρει: «Ἐξενώθημεν τῆς πρὸς ἀλλήλους ἀγάπης καὶ ἤρθη ἀφ᾿ ἡμῶν τὸ μακάριον ἀγαθὸν τῆς ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογίας τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ». (αὐτόθι).
   Λέγει δέ, ὅτι «καὶ ἤρθη ἀφ᾿ ἡμῶν ἡ εὐλογία τῆς συναναβάσεως εἰς τὸ ἓν θυσιαστήριον» «καὶ τῆς τελείας καὶ ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοινωνίας ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ εὐχαριστιακοῦ τιμίου Σώματος καὶ τιμίου Αἵματος, εἰ καὶ οὐκ ἐπαυσάμεθα πρεσβεύειν ἑτέρωθεν ἔγκυρον ἔχειν εἰς ἀλλήλους τὴν ἀποστολικὴν ἱερωσύνην, ἔγκυρον καὶ τὸ μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας». (αὐτόθι)  Ἐπὶ τοῦ σημείου τούτου ἐπικαίρως ὁ Πατριάρχης σημειοῖ: «Καλούμεθα, ἵνα πορευθῶμεν πρὸς τὴν τελείαν ἕνωσιν ἐν τῇ συλλειτουργίᾳ καὶ τῇ κοινωνίᾳ τοῦ τιμίου Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ Ἁγίου Ποτηρίου». (αὐτόθι) 

Ἀρνοῦνται τὴν Ἐκκλησίαν

     Ἐν τῇ ἐπιστολῇ ταύτῃ πλεῖσται ἀντορθόδοξοι ἰδέαι ἐκφράζονται, αἱ ὁποῖαι ἐὰν ληφθῶσιν ἐν τῇ λογικῇ ἐσχατολογίᾳ των, ὁδηγοῦν ἡμᾶς εἰς τὰ πλέον τρομερὰ καὶ ἀπαίσια συμπεράσματα.
    Προκύπτει ἐκ τῶν ἀναφερομένων λόγων, ὅτι οἱ Οἰκουμενισταί, ἡγουμένου τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, δὲν πιστεύουσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς τεθεμελιωμένην ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος. Ἀντιθέτως πρὸς τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου (Ματθ. ιςʹ 18), ἡ Ἐκκλησία αὕτη δὲν ὑφίσταται πλέον δι᾿ αὐτοὺς καί, Πάπας καὶ Πατριάρχης ὁμοῦ, «θέλουσι ποιήσει ταύτην ὁρατὴν καὶ κατάδηλον», τοῦτ᾿ ἔστιν ἐπιζητοῦσι μίαν νέαν Ἐκκλησίαν, ἥτις θέλει περιλάβει ἅπαν τὸ ἀνθρώπινον γένος. 
    Δὲν εἶναι τρομερὸν νὰ ἀκούῃ τις τοὺς λόγους «ποιήσωμεν ὁρατὴν καὶ κατάδηλον» ἐκ στόματος ἑνὸς Ὀρθοδόξου Πατριάρχου; Δὲν ἀποτελεῖ τὸ τοιοῦτον ἄρνησιν τῆς ὑπαρχούσης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ; Εἶναι ἄρα δυνατὸν νὰ καταστήσωμεν μίαν νέαν Ἐκκλησίαν ὁρατήν, χωρὶς πρότερον νὰ ἀρνηθῶμεν τὴν πραγματικὴν Ἐκκλησίαν, ἣν Αὐτὸς Οὗτος ὁ Κύριος ἐδημιούργησεν; Ἀλλὰ δι᾿ ἐκείνους, οἵτινες ἀληθῶς πιστεύουσιν εἰς Αὐτήν, οὐδεμία ἀνάγκη παρίσταται νὰ καταστήσουν ὁρατὴν καὶ ἔκδηλον οἱανδήποτε νέαν Ἐκκλησίαν. Οὕτω πλέον, ἡ «παλαιὰ» Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐκφράζεται ὑπὸ τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης καὶ τοῦ Πατριάρχου, δηλαδή, ἐν διαστρόφῳ μορφῇ, δημιουργεῖ τὴν παραίσθησιν εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ ἀναγινώσκοντος, ὅτι ἡ ὑπ᾿ αὐτῶν διοικουμένη Ἐκκλησία εἶναι, κατά τινα τρόπον, συνηρτημένη μὲ τὴν νέαν Ἐκκλησίαν, ἣν οὗτοι διακαῶς ἐπιθυμοῦσι νὰ δημιουργήσωσι, καὶ ἐπὶ τῷ σκοπῷ τούτῳ ἐπιδιώκουν νὰ παρουσιάσωσι τὸν χωρισμὸν μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ὡς οὐδέποτε ὑπάρξαντα.
    Εἰς τὴν κοινὴν προσευχήν των ἐν τῇ Βασιλικῇ τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας καὶ ὁ Πάπας Παῦλος ὁ Ϛʹ ἐδήλωσαν, ὅτι εὑρίσκουν ἑαυτοὺς ἤδη ἡνωμένους «ἐν τῇ διακηρύξει τοῦ ἑνὸς Εὐαγγελίου καὶ τοῦ ἑνὸς βαπτίσματος, ἐν τοῖς αὐτοῖς μυστηρίοις καὶ χαρίσμασι»! («Τόμος Ἀγάπης», Appendice 4, § 5, 26.10.1967, σελ. 660-661).
    Ἀλλά, καίπερ ὁ Πάπας καὶ ὁ Πατριάρχης διεκήρυξαν ὡς ἄκυρα καὶ μὴ ὑφιστάμενα τὰ ᾿Αναθέματα, ἅπερ διήρκεσαν ἐπὶ ἐννέα ὅλους αἰῶνας, μήπως, ὡς εἶναι γνωστὸν τοῖς πᾶσιν, ἐξέλιπον οἱ λόγοι, οἱ δικαιολογοῦντες τὰ Ἀναθέματα ταῦτα; Μήπως σημαίνει ὅτι αἱ πλάναι τῶν Λατίνων, ἃς ὤφειλον ν᾿ ἀπορρίψουν ἐπανερχόμενοι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, δὲν ὑπάρχουν τάχα πλέον;
    Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, μεθ᾿ ἧς ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἤθελεν ἐγκαθιδρύσει Λειτουργικὴν Κοινωνίαν καὶ μετὰ τῆς ὁποίας, μέσῳ τῶν πράξεων τοῦ Μητροπολίτου Νικοδήμου τοῦ Λένιγκραντ καὶ ἄλλων, τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας εἰσῆλθεν ἤδη εἰς κοινωνίαν, δὲν εἶναι μήπως ἡ ἰδία Ἐκκλησία μετὰ τῆς ὁποίας ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡγουμένου τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ τῆς Ἐφέσου, ἠρνήθη νὰ ἔλθῃ εἰς ἕνωσιν; Ἡ Ἐκκλησία αὕτη εἶναι ἤδη πολὺ πλέον μεμακρυσμένη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σήμερον, ἅτε εἰσαγαγοῦσα νέας δογματικὰς διδασκαλίας καὶ ἀποδεχθεῖσα ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον ἀρχὰς τῆς μεταρρυθμίσεως, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ μοντερνισμοῦ.
    Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς μέγα ἀριθμὸν ἀποφάσεών της θεωρεῖ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ὡς αἱρετικούς. Καίτοι ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἐγένοντο δεκτοὶ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν κατὰ τρόπον οὐδόλως διαφέροντα ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς εἰσδοχῆς τῶν Ἀρειανῶν, δέον νὰ σημειωθῇ ὅτι, ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνας καὶ μέχρι σήμερον ἔτι, αἱ ἑλληνικαὶ Ἐκκλησίαι ἐδέχθησαν τούτους διὰ τοῦ Βαπτίσματος. Ἐὰν κατὰ τοὺς ἐπακολουθήσαντας τὸ 1054 αἰῶνας, οἱ Λατῖνοι ἐγένοντο δεκτοὶ εἰς τὴν Ἑλληνικὴν καὶ Ρωσικὴν Ἐκκλησίαν διὰ δύο διαφορετικῶν τρόπων ἱεροτελεστίας, τοῦτ᾿ ἔστιν διὰ τοῦ Βαπτίσματος ἢ διὰ τοῦ Χρίσματος, τοῦτο ἐγένετο διότι, ἂν καὶ οἱ πάντες ἐθεώρουν τούτους ὡς αἱρετικούς, δὲν ὑφίστατο ἐν τούτοις γενικός τις Κανών, ἰσχύων διὰ τὴν ὅλην Ἐκκλησίαν, σχετικῶς πρὸς τὰ μέσα καὶ τοὺς τρόπους τῆς εἰσδοχῆς των.
    Ἐπὶ παραδείγματι, ὅτε κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ ΙΒʹ αἰῶνος ὁ Σέρβος πρίγκηψ καὶ πατὴρ Στέφανος Νεμάνια, ὑπεχρεώθη νὰ βαπτίσῃ τὸν υἱόν του ὑπὸ τῶν Λατίνων, ἔπραξε μὲν τοῦτο, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἐπιστροφήν του βραδύτερον εἰς τὴν Ράσκαν, ἐβάπτισε τὸν ἐν λόγῳ υἱόν του Ὀρθόδοξον («Βραχεῖα Ἐπιτομὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Βουλγαρίας, Σερβίας καὶ Ρουμανίας», ὑπὸ Ε. Ε. Γκολουμπίνσκυ, Μόσχα 1871, σελ. 551).
    Εἰς μίαν ἄλλην μνημειώδη ἐργασίαν του: «Ἡ Ἱστορία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας» (Τόμ. Ι/ΙΙ Μόσχα 1904, σελ. 806-807), ὁ καθηγητὴς Γκολουμπίνσκυ περιγράφων τὴν στάσιν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀναφορικῶς πρὸς τοὺς Λατίνους, παραθέτει πληθὺν γεγονότων, καταδεικνυόντων ὅτι, ἐν τῇ ἐφαρμογῇ διαφόρων τρόπων διὰ τὴν εἰσδοχὴν τῶν Λατίνων εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἴτε διὰ τοῦ Βαπτίσματος, εἴτε διὰ τοῦ Χρίσματος, ἀμφότεραι, Ἑλληνικὴ καὶ Ρωσικὴ Ἐκκλησία, ἐπίστευον ὡς δεδομένον, ὅτι οἱ Λατῖνοι ἦσαν αἱρετικοί.
    Συνεπῶς, ἡ δήλωσις ὅτι, κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν αἰώνων τούτων, «δὲν ἐπαύσαμεν ἀναγνωρίζοντες ἀμοιβαίως τὴν ἰσχὺν καὶ τὸ κῦρος τῆς Ἀποστολικῆς Ἱερωσύνης καὶ τὸ κῦρος τῆς Θείας Εὐχαριστίας», δὲν συνάδει πρὸς τὰ ἱστορικὰ γεγονότα. Ἡ διαίρεσις μεταξὺ ἡμῶν καὶ τῆς Ρώμης καὶ ὑφίστατο καὶ ὑπάρχει ἔτι καὶ σήμερον· ἀλλά, τὸ σημαντικώτερον, αὕτη [ἡ διαίρεσις] δὲν εἶναι φαντασιολογία, ἀλλὰ πραγματική. Ἡ διαίρεσις φαίνεται φαντασιολογία εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν προσδίδουν τὴν δέουσαν βαρύτητα εἰς τοὺς λόγους τοῦ Σωτῆρος πρὸς τοὺς Ἁγίους Αὐτοῦ Ἀποστόλους, καὶ μέσῳ αὐτῶν πρὸς τοὺς διαδόχους αὐτῶν:
    «Ἀμήν, λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ματθ. ιηʹ 18).
    Ὁ Σωτὴρ λέγει: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν», καὶ ὁ Πατριάρχης, ἀντιλέγων πρὸς Αὐτόν, διακηρύττει, ὅτι αἱ λέξεις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀναληθεῖς! Τοὐντεῦθεν δύναται νὰ ἐξαχθῇ ἐκ τῶν λόγων τοῦ Πατριάρχου, τὸ συμπέρασμα ὅτι, ἂν καὶ οἱ Λατῖνοι ἐθεωροῦντο αἱρετικοὶ ὑπὸ τῆς ὅλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἂν καὶ δὲν ἠδύναντο νὰ λαμβάνωσι τὴν Θείαν Κοινωνίαν, καίπερ ἐγένοντο δεκτοὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνας διὰ τοῦ Βαπτίσματος —καὶ γνωρίζομεν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀπόφασις τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἀνατρέπουσα τὴν ἑδραίαν αὐτὴν στάσιν— ἐν τούτοις, ἐξηκολούθουν νὰ εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ (corpus Christi) καὶ δὲν ἦσαν κεχωρισμένοι τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν τῇ τοιαύτῃ δηλώσει, οὐδεμία ὑφίσταται λογική. Μαρτυρεῖται διὰ ταύτης ἔλλειψις ἐπαφῆς μὲ τὴν ἀληθῆ ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας. Παρέχεται εἰς ἡμᾶς ἓν παράδειγμα ἐφαρμογῆς ἐν τῇ πράξει τῆς Προτεσταντικῆς διδασκαλίας, καθ᾿ ἥν ἀφορισμὸς ἐκ τῆς Ἐκκλησίας συνεπείᾳ δογματικῆς πλάνης, δὲν φράσσει τὴν ὁδὸν πρὸς τὸν ἅπαξ ἀποσχισθέντα νὰ ἀποτελῇ μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλαις λέξεσιν τοῦτο σημαίνει, ὅτι «συμμετοχὴ εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ» δὲν ᾔρτηται ἀναγκαίως ἐκ τῆς ἐντάξεως εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν!...
    Ἐν τῇ προσπαθείᾳ των νὰ ἀνεύρωσι δικαιολογίας διὰ τὴν Οἰκουμενιστικήν των θεωρίαν, προσπαθοῦν νὰ πείσουν ἡμᾶς, ὅτι ἔνταξις εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἄνευ πλήρους δογματικῆς συμφωνίας πρὸς ταύτην, ἦτο ἐπιτρεπτὴ κατὰ τὸ παρελθόν. Εἰς τὴν ἐπίσημον δήλωσίν του ἐν Φαναρίῳ γενομένην, ὅτε ἐδημοσιεύθη ἡ Ἐπιστολὴ τοῦ Πατριάρχου πρὸς τὸν Πάπαν, ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἐπεχείρησε νὰ πείσῃ ἡμᾶς ὅτι παρ᾿ ὅλα τὰ ἄνωθι ἐκτεθέντα γεγονότα, ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία δὲν διέκοψε τὴν ἐπαφὴν καὶ ἐπικοινωνίαν της μετὰ τῆς Ρώμης, ἔτι καὶ ὅταν ἡ δογματικὴ διάστασις ἦτο ἔκδηλος καὶ ὀφθαλμοφανής.
    Δύναταί τις νὰ ἀνεύρῃ μεμονωμένας τινὰς περιπτώσεις ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς Λατίνους μετὰ τὸ 1054. Ἱεράρχαι τινὲς τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, πιθανὸν νὰ μὴ ἔσπευσαν νὰ ἀποδεχθῶσιν ὡς αἵρεσιν ἐσφαλμένας διδασκαλίας, αἵτινες ἐνεφανίσθησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης. Ἀλλὰ μία μακροχρόνιος ἀσθένεια, εἶναι καὶ παραμένει ἀσθένεια, ὁ δὲ θάνατος τὸν ὁποῖον προκαλεῖ εἶναι καὶ παραμένει θάνατος, ἀσχέτως τῆς στιγμῆς καθ᾿ ἣν ἐπέρχεται οὗτος. Εἰς τὴν περίπτωσιν τῆς Ρώμης ἡ διαδικασία αὕτη ἦτο προφανὴς κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἁγίου Φωτίου, πλὴν μόνον βραδύτερον, τὸ 1054, ἐπῆλθεν ὁ ὁριστικὸς χωρισμός.
    Ἡ ἀνταλλαγὴ ἐπιστολῶν, μεταξὺ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, μᾶς ὑπεχρέωσεν νὰ ἐπεκταθῶμεν ὀλίγον ἐπὶ τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν Λατίνων. Ἀλλ᾿ ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας προχωρεῖ ἔτι περαιτέρω, ἐξομοιώνων τὸν Παπισμὸν μετὰ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁμιλοῦμεν ἐνταῦθα περὶ τῆς δηλώσεώς του πρὸς τὸν Προτεστάντην Πάστορα τῆς Μεταρρυθμιστικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλβετίας Ρότζε Σούλτζ. Ἐδήλωσεν: «Ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς κάμω μίαν ὁμολογίαν», τῷ εἶπε· «εἶσθε Ἱερεύς, θὰ ἠδυνάμην νὰ λάβω ἐκ τῶν χειρῶν σας τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ». Καὶ τὴν ἑπομένην προσέθεσε πρὸς τὸν ἴδιον Πάστορα, λέγων: «Θὰ δυνάμην νὰ ἐξομολογηθῶ εἰς ὑμᾶς» (Ἐφημ. Le Monde, 21 Μαΐου 1970).
    Οἱ ὀρθοδόξου ὑποδομῆς Οἰκουμενισταί, εἶναι πρόθυμοι ἀκόμη καὶ δι᾿ ὑπονόμευσιν τῆς αὐθεντίας τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐπὶ τῷ τέλει νὰ πραγματοποιήσωσι τὴν ἀπὸ κοινοῦ Κοινωνίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν. Τοῦτο συνέβη διαρκοῦντος τοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Μονοφυσίτας. Κατὰ τὴν συνάντησιν μετ᾿ αὐτῶν εἰς τὴν Γενεύην, μία καθαρῶς Ὀρθόδοξος θέσις ὑπεστηρίχθη πράγματι μόνον ὑφ᾿ ἑνὸς ἢ δύο ἐκ τῶν Συνέδρων, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι ἐξεδήλωσαν τὴν τυπικὴν Οἰκουμενιστικὴν ροπὴν καὶ τάσιν νὰ πραγματοποιήσωσι τὴν Μυστηριακὴν κοινωνίαν ἀντὶ πάσης θυσίας, ἔτι καὶ ἄνευ ἐπιτεύξεως μιᾶς πλήρους δογματικῆς συμφωνίας μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Μονοφυσιτῶν.      Ὁ αἰδεσιμώτατος ἱερεὺς Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἦτο πλήρως δεδικαιολογημένος, δηλῶν τὰ κάτωθι ὅσον ἀφορᾶ τὰ Ὀρθόδοξα μέλη τῆς Διασκέψεως.
    «Ὑπήρξαμεν ὅλοι ὁ στόχος μιᾶς Οἰκουμενιστικῆς τακτικῆς, σκοπούσης τὴν πραγματοποίησιν Μυστηριακῆς Κοινωνίας ἢ ἐπικοινωνίας ἢ Ἑνώσεως ἀκόμη, ἄνευ τινὸς συμφωνίας ὡς πρὸς τὰς διακελεύσεις τῆς Πέμπτης, Ἕκτης καὶ Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τῆς ἐν Χαλκηδόνι τοιαύτης». (Πρακτικὰ τῆς Διασκέψεως ἐν Γενεύῃ, ἐν: «The Greek Orthodox Theological Review», Τόμ. XVI, σελ. 30).
    Ὡς ἀποτέλεσμα τῆς τοιαύτης τακτικῆς, μία ἐκ τῶν ἀποφάσεων τῆς Διασκέψεως εἶναι, τό γε νῦν ἔχον, ἡ συμφωνία πρὸς διεύρυνσιν τῆς δυνατότητος διατυπώσεως σχεδίου συμφωνίας, ὅπερ δὲν θὰ ἦτο μία Δογματικὴ Δήλωσις ἐπιπέδου Ὁμολογίας Πίστεως, ἀλλὰ θὰ ἐχρησίμευε μᾶλλον ὡς μία βάσις, ἐφ᾿ ἧς Ὀρθόδοξοι καὶ Μονοφυσῖται θὰ ἐβάδιζον πρὸς τὴν Ἕνωσιν καὶ τὴν κοινὴν Θείαν Εὐχαριστίαν (αὐτόθι, σελ. 6).
    Παρὰ τὰς κατηγορηματικὰς δηλώσεις ἐκ μέρους τῶν Μονοφυσιτῶν ὅτι, ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἠδύναντο νὰ δεχθοῦν τὴν ἐν Χαλκηδόνι καὶ τὰς λοιπὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους, ἡ Ὀρθόδοξος Ἀντιπροσωπεία ὑπέγραψεν ἀπόφασιν ἀναγνωρίζουσα, ὅτι δὲν ἦτο ἀπαραίτητον διὰ τὴν ἄρσιν τοῦ Ἀναθέματος ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποδεχθῶσι τὸν Διόσκορον καὶ τὸν Σεβῆρον ὡς Ἁγίους, ἢ οἱ Μονοφυσῖται ν᾿ ἀναγνωρίσωσι τὸν Πάπαν Λέοντα ὡς Ἅγιον! Ἡ ἀποκατάστασις, ἐν τούτοις, τῆς Μυστηριακῆς Κοινωνίας θὰ συνεπέφερε τὴν ἀποδοχήν, ὅτι τὸ Ἀνάθεμα θὰ ἔπαυεν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν νὰ ὑφίσταται ἐν τοῖς πράγμασιν.
    Καὶ ἐν ἄλλῃ Διασκέψει εἰς Ἀντὶς Ἀμπέμπα, αἱ ἀντορθόδοξοι δηλώσεις ἀντιπροσώπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπεβεβαιώθησαν ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου τοῦ Λένιγκραντ Νικοδήμου καὶ τοῦ αἰδεσιμωτάτου Βιταλίου Μποροβόϊ, καταληξάντων εἰς ἀπόφασιν, ὅτι τὸ ἀμοιβαῖον Ἀνάθεμα ἁπλῶς ἀπερρίφθη!
    «Θὰ ὑπάρξῃ τυπικὴ διακήρυξις ἢ τελετή, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ Ἀνάθεμα ἤρθη; Πολλοὶ ἐξ ἡμῶν ἠσθάνθησαν ὅτι εἶναι ἀπείρως ἁπλούστερον νὰ ἀπορρίψωμεν τὰ τοιαῦτα ἀναθέματα, κατὰ τρόπον ἀθόρυβον καὶ ἥσυχον, ὡς ἔνιαι Ἐκκλησίαι ἤρχισαν νὰ πράττουν». (αὐτόθι, σελ. 211) 
    Ἐνταῦθα πάλιν βλέπομεν ἐν τῇ πράξει τὴν Προτεσταντικὴν ἀντίληψιν περὶ Ἐκκλησιολογίας, καθ᾿ ἥν ἡ ἀπόσχισις τινὸς διὰ δογματικὴν πλάνην δὲν ἐμποδίζει τοὺς αἱρετικοὺς νὰ ἀνήκωσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ὁ αἰδεσιμώτατος Βιτάλιος Μποροβόϊ σαφῶς ἐξέφρασε τὴν στάσιν ταύτην εἰς τὸ δημοσίευμά του ὑπὸ τὸν τίτλον: «Ἡ ἀναγνώρισις τῶν Ἁγίων καὶ τὸ πρόβλημα τοῦ Ἀναθέματος», ὅπερ παρουσίασεν εἰς τὴν Διάσκεψιν τῆς Ἀντὶς-Ἀμπέμπα, ἀναφανδὸν βεβαιῶν, ὅτι οἵ τε Μονοφυσῖται καὶ οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ εἶναι πλήρη καὶ ἀκέραια μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ! Ὑποστηρίζει ὅτι, Ὀρθόδοξοι, Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Μονοφυσῖται
    «ἔχουν ἓν Εὐαγγέλιον, μίαν Ἀποστολικὴν Παράδοσιν καὶ ἡγιασμένην προέλευσιν, τὰ αὐτὰ Μυστήρια, καί, ἐν τῇ οὐσίᾳ, μίαν εὐσέβειαν καὶ μίαν ὁδὸν Σωτηρίας».
    Μὲ τοιαύτας ἀντιλήψεις εἶναι ἄραγε ἐκπληκτικόν, ὅτι συμφωνίαι σκοπιμότητος καὶ μόνον κυριαρχοῦν εἰς τὰς σχέσεις μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων σκαπανέων καὶ προαγωγῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, Προτεσταντῶν καὶ Ἀντιχαλκηδονίων; Ὑπερθεματίζων τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, ὁ Μητροπολίτης Νικόδημος, ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, μετέδωκε τὴν Θείαν Κοινωνίαν εἰς Ρωμαιοκαθολικοὺς κληρικοὺς εἰς τὸν Καθεδρικὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῇ 14ῃ Δεκεμβρίου 1970. Ἐλειτούργησεν ἐκεῖ ἐπὶ παραβάσει τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων, ἐνῶ χορὸς σπουδαστῶν τοῦ Παπικοῦ Κολλεγίου ἔψαλλον καὶ Λατῖνοι Κληρικοὶ ἐλάμβανον τὴν Θείαν Κοινωνίαν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτοῦ («Διακονία», ἀριθ. Ι, 1971).

Οἱ ἀπώτεροι σκοποὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

     Ἐπὶ πλέον, ὄπισθεν τῆς οὕτω καλουμένης Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ἄλλοι εὐρύτεροι σκοποὶ εἶναι λίαν εὐδιάκριτοι διὰ τὴν τελικῶς πλήρη ἐξαφάνισιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καὶ τὸ «Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν», ἀλλὰ καὶ οἱ Διάλογοι μεταξὺ διαφόρων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καὶ δὴ μετ᾿ ἄλλων Θρησκειῶν (ὅπως π.χ. Ἰσλαμισμοῦ καὶ Ἰουδαϊσμοῦ), εἶναι δεσμοὶ καὶ κρῖκοι εἰς μίαν ἅλυσον, ἥτις, κατὰ τὴν νοοτροπίαν καὶ τὴν σκέψιν τῶν Οἰκουμενιστῶν, πρέπει νὰ αὐξηθῇ ἵνα περιλάβῃ τὴν ἀνθρωπότητα σύμπασαν. Ἡ τάσις αὕτη εἶναι ἤδη κατάδηλος εἰς τὴν Συνέλευσιν τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» ἐν Οὐψάλῃ τὸ 1968.
    Κατὰ τοὺς Οἰκουμενιστάς, πάντα ταῦτα θὰ ἠδύναντο νὰ πραγματοποιηθῶσι διὰ μιᾶς εἰδικῆς Συνόδου, ἥτις εἰς τὰ ὄμματά των θὰ ἦτο ἀληθῶς «Οἰκουμενική», ἐφ᾿ ὅσον οὗτοι δὲν ἀναγνωρίζουν τὰς ἱστορικὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους ὡς ἀληθεῖς. Τὸ σχέδιον τοῦτο διετυπώθη εἰς τὸ Ρωμαιοκαθολικὸν οἰκουμενιστικὸν περιοδικὸν «Εἰρηνικόν», ὡς ἀκολούθως:
    1) Ἡ πραγματοποίησις χειρονομιῶν ἐπανασυμφιλιώσεως, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἡ ἄρσις τοῦ Ἀναθέματος τοῦ 1054, μεταξὺ Ρώμης καὶ Κων/πόλεως, δύναται νὰ χρησιμεύσῃ ὡς ἓν παράδειγμα.
    2) Κοινωνία εἰς τὴν Θείαν Εὐχαριστίαν. Ἄλλαις λέξεσι, θετικὴ ἐπίλυσις τοῦ προβλήματος τῆς Κοινωνίας.
    3) Ἀποδοχὴ μιᾶς σαφοῦς κατανοήσεως, ὅτι πάντες ἀνήκουν εἰς μίαν Παγκόσμιον (Χριστιανικὴν) Ἑνότητα, εἰς ἣν ὅμως δὲν παραγνωρίζονται αἱ ἰδιορρυθμίαι.
    4) Ἡ τοιαύτη Σύνοδος ὀφείλει νὰ εἶναι ἓν δεῖγμα ἑνότητος τῶν ἀνθρώπων ἐν Χριστῷ («Εἰρηνικόν», ἀριθ. 3, 1971, σελ. 322-323).
    Τὸ αὐτὸ ἄρθρον ἀναφέρει, ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Γραμματεία διὰ τὴν Ἕνωσιν ἐργάζεται διὰ τὴν πραγματοποίησιν τοῦ αὐτοῦ σκοποῦ καὶ ἀποτελέσματος ὡς ὁ Καρδινάλιος Βίλλεμπραντς εἶπεν εἰς τὸ Ἐβιάν. Καὶ ἡ διάσκεψις Πίστεως καὶ Τάξεως ἐξέλεξεν ὡς κύριον θέμα της, «τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἀνθρωπότητος». Συμφώνως πρὸς ἕνα νέον ὁρισμόν, τὸ πᾶν συμπεριλαμβάνει καὶ ἐμπεριέχει ὁ Οἰκουμενισμός, 
    «ὅστις συνάπτεται πρὸς τὴν ἀνανέωσιν καὶ τὴν Ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ζύμης διὰ τὴν ἐξάπλωσιν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι συνεχῶς ἀναζητοῦν τὴν Ἕνωσίν των». (Ὑπηρεσία Πληροφοριῶν, ἀριθ. 9, Φεβρουάριος 1970, σελ. 10-11).
    Εἰς τὴν Διάσκεψιν τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς ἐν Ἀντὶς Ἀμπέμπᾳ, ὁ Μητροπολίτης Γεώργιος Khodre ἀνέφερεν εἰς ἔκθεσίν του στοιχεῖα συνάπτοντα τὴν Ἐκκλησίαν, κατά τινα τρόπον, μεθ᾿ ὅλων τῶν Θρησκειῶν. Θὰ ἔλεγέ τις, ὅτι ὁ ἐν λόγῳ Μητροπολίτης βλέπει τὴν ἐπίπνοιαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔτι καὶ εἰς τὰς μὴ Χριστιανικὰς Θρησκείας, εἰς τρόπον, ὥστε κατὰ τὰς ἀντιλήψεις του, ὅτε κοινωνῶμεν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἑνούμεθα μεθ᾿ ὅλων ἐκείνων, οὓς ὁ Κύριος περιπτύσσεται ἕνεκα τῆς ἀγάπης Του πρὸς τὸ ἀνθρώπινον γένος («Εἰρηνικὸν» 1971, ἀριθ. 2, σελ. 191-202).
    Ἰδοὺ ποῦ ὁδηγεῖται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία! Κατὰ τὴν ἐξωτερικὴν ὄψιν ἡ Κίνησις ἐκδηλοῦται μὲ ἀτέρμονας «διαλόγους», ἤτοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἀντιπρόσωποι εἰσέρχονται εἰς διαλόγους μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ τοὺς Ἀγγλικανούς, —οἵτινες ἐν συνεχείᾳ συνάπτουν διάλογον μετ᾿ ἀλλήλων— μὲ Λουθηρανούς, ἑτέρους Διαμαρτυρομένους, ἔτι δὲ καὶ μετὰ Ἰουδαίων, Μωαμεθανῶν καὶ Βουδδιστῶν! Μόλις προσφάτως, ὁ Ἔξαρχος τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου εἰς Βόρειον καὶ Νότιον Ἀμερικὴν Ἀρχιεπίσκοπος Ἰάκωβος, μετέσχε διαλόγου μετὰ τῶν Ἰουδαίων. Ὁμιλῶν, ἀνέφερεν ὅτι ἐφ᾿ ὅσον τοὐλάχιστον γνωρίζει, εἰς οὐδεμίαν ἱστορικὴν περίοδον ὑπῆρξε τοιοῦτος «θεολογικὸς διάλογος μετὰ τῶν Ἰουδαίων ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας». 
Παρεκτὸς θεμάτων ἐθνικοῦ χαρακτῆρος,
    «ἡ ὁμὰς συνεφώνησε νὰ ἐξετάσῃ τὴν ὑπόθεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας μὲ Ἕλληνας Ὀρθοδόξους καθηγητὰς ἐπὶ τῷ τέλει ἀναθεωρήσεως τῶν Λειτουργικῶν κειμένων, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ εἰς τὴν ὁρολογίαν, δι᾿ ἀποβολῆς ὑπαινιγμῶν ἢ ἀναφορῶν, ὡς πρὸς τοὺς Ἑβραίους καὶ τὸν Ἰουδαϊσμόν, ἔνθα οἱ ὑπαινιγμοὶ οὗτοι θεωρηθῶσιν ἀρνητικοὶ ἢ ἐχθρικοί». (Religious News Service, January 17, 1972, σελ. 24-35).
    Οὕτω πως ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας καὶ οἱ ἄλλοι Οἰκουμενισταὶ δὲν θέτουσιν ὅρια εἰς τὰ σχέδιά των πρὸς ἕνωσιν μόνον μετὰ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ τῶν Διαμαρτυρομένων (Προτεσταντῶν), ἀλλὰ τὰ σχέδιά των περιέχουσι καὶ μεγαλυτέρας φιλοδοξίας. Παρεθέσαμεν ἤδη αὐτὰς τὰς ἰδίας τὰς λέξεις τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, «ὅτι ὁ Κύριος ἐπιθυμεῖ, ἵνα ἡ Ἐκκλησία Αὐτοῦ ᾖ Μία, Ὁρατὴ καθ᾿ ἅπαντα τὸν κόσμον, ὥστε ὁ κόσμος ὁλόκληρος νὰ περιβάλληται καὶ νὰ περιπτύσσηται ὑπ᾿ Αὐτῆς». Ἕλλην θεολόγος καὶ πρώην Κοσμήτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐλαυνόμενος ὑπὸ τοῦ ἰδίου οἴστρου καὶ ἐπικαλούμενος τὴν Οἰκουμενιστικὴν ἀντίληψιν περὶ Ἐκκλησίας, καταλήγει μὲ τὴν σκέψιν του εἰς τὰ αὐτὰ ἐπιδιωκόμενα ἀποτελέσματα. Συμφώνως πρὸς τὰς ἀπόψεις του, ὁ Θεὸς ἐκτείνει τὸ οὖς Αὐτοῦ ἐφ᾿ ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων πλασμάτων τῆς γῆς ταύτης, ὡς μελῶν τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας Του, χθές, σήμερον καὶ αὔριον, καὶ ὡς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ταύτης (Δελτίον «Τύπος», «Καλὸς Τύπος», Ἀθῆναι, Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1971).
    Ἂν καὶ εἶναι προφανὲς εἰς πάντα κατέχοντα ἔστω καὶ στοιχειώδη γνῶσιν τῶν δογμάτων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι τοιαύτη τις ἀντίληψις περὶ Ἐκκλησίας μεγάλως ἀντιφάσκει εἰς ἐκείνην τῶν Ἁγίων Πατέρων, εἶναι ἐν τούτοις ἀναγκαῖον ὅπως ἀνιχνεύσωμεν τὸ βάθος τῆς τοιαύτης ἀντιφάσεως. Πότε καὶ ποῦ ὁ Κύριος ὑπεσχέθη ὅτι ὁ σύνολος κόσμος θὰ ἡνοῦτο μὲ τὴν Ἐκκλησίαν; Τοιαύτη τις προσδοκία οὐδαμῶς διαφέρει τῆς Χιλιαστικῆς ἐλπίδος, ἥτις ὡσαύτως οὐδὲν ἔχει ἔρεισμα ἐν τοῖς Ἱεροῖς Εὐαγγελίοις. Ἅπαντες οἱ ἄνθρωποι καλοῦνται εἰς σωτηρίαν, ἀλλ᾿ ὁπωσδήποτε οὐχὶ ἅπαντες ἀνταποκρίνονται εἰς τὴν κλῆσιν ταύτην. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡμίλησε περὶ τῶν Χριστιανῶν ὡς δεδομένων Αὐτῷ ἐκ τοῦ κόσμου (Ἰωάν. ιζʹ 6). Δὲν προσηυχήθη δι᾿ ἅπαντα τὸν κόσμον, ἀλλὰ δι᾿ οὓς ἐδόθησαν Αὐτῷ ἐκ τοῦ κόσμου. Καὶ ὁ Ἀπόστολος Ἅγιος Ἰωάννης διδάσκει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ κόσμος εὕρηνται ἐν συγκρούσει μετ᾿ ἀλλήλων καὶ ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς Χριστιανούς, παροτρύνων αὐτοὺς λέγων: «Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ. Ἐάν τις ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς ἐν αὐτῷ» (Αʹ Ἰωάν. βʹ 15). Ἀναφορικῶς πρὸς τὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας ὁ Σωτὴρ εἶπεν, «ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσίν, καθὼς Ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. ιζʹ 16). Ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Ἀποστόλους ὁ Σωτήρ, ἐπληροφόρησε τὴν Ἐκκλησίαν, ὅτι ἐν τῷ κόσμῳ Αὕτη θὰ ἔχη κλυδωνισμὸν καὶ ἀνησυχίας καὶ ἐπεξήγησε πρὸς τοὺς Μαθητάς Του: «εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ᾿ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος» (Ἰωάν. ιεʹ 19). Εἰς τὰς Ἁγίας Γραφὰς συνεπῶς παρατηροῦμεν, ὅτι γίνεται σαφὴς διάκρισις μεταξὺ τῶν τέκνων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν λοιπῶν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς πιστοὺς ἐν Χριστῷ, διαχωρίζων καὶ διακρίνων τούτους ἐκ τῶν ἀπίστων, ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος γράφει: «Γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν» (Αʹ Πέτρ. βʹ 9).     
    Κατ᾿ οὐδένα τρόπον βεβαιούμεθα ἐκ τῶν Ἁγίων Γραφῶν περὶ τοῦ θριάμβου τῆς Ἀληθείας ἐπὶ τῆς γῆς, πρὸ τῆς συντελείας τοῦ κόσμου. Οὐδεμία ὑπάρχει ὑπόσχεσις, ὅτι ὁ κόσμος θὰ μεταμορφωθῇ εἰς Ἐκκλησίαν, ἑνοῦσαν ἅπαν τὸ ἀνθρώπινον γένος, ὡς οἱ ζηλωταὶ Οἰκουμενισταὶ πιστεύουν. Μᾶλλον αὗται μᾶς προειδοποιοῦν, ὅτι ἡ θρησκεία θὰ ἐλαττωθῇ κατὰ τὰς ἐσχάτας ἡμέρας, καὶ οἱ Χριστιανοὶ θὰ διέλθωσι μεγάλας θλίψεις καὶ θὰ καταστῶσι μισητοὶ εἰς ὅλα τὰ ἔθνη, διὰ τὸ Ὄνομα τοῦ Σωτῆρος καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ματθ. κδʹ 9-12). Ἐνῷ τὸ ἅπαν ἀνθρώπινον γένος ἡμάρτησεν ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἀδάμ, εἰς τὸν δεύτερον Ἀδὰμ Χριστόν, μόνον ἐκεῖνο τὸ τμῆμα τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι ἡνωμένον μετὰ τοῦ Χριστοῦ, ὅπερ εἶναι «γεγεννημένον ἄνωθεν» (Ἰωάν. γʹ 3-7). Καὶ ἐνῶ εἰς τὸν ὑλικὸν κόσμον ὁ Θεὸς «τὸν ἥλιον Αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. εʹ 45), ἐν τούτοις ὁ Κύριος δὲν στέργει τὸ ἄδικον ἐν τῇ Βασιλείᾳ Αὐτοῦ, ἀλλὰ μᾶλλον ἀπευθύνει πρὸς αὐτὸν τοὺς φοβεροὺς τούτους λόγους: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ζʹ 21). Ἀναμφιβόλως, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ὅταν λέγει: «Πολλοὶ ἐροῦσι μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ: Κύριε, Κύριε, οὐ τῷ σῷ Ὀνόματι ἐπροφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ Ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν; καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς, ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς, ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ Ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν» (Ματθ. ζʹ 22-23).
    Τούτῳ τῷ τρόπῳ, ὁ Κύριος ἡμῶν ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς λέγων: «οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς». Καὶ ὅμως, ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ἐπιχειρεῖ νὰ πείσῃ ἡμᾶς, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ οὗτοι, «δὲν ἦσαν ἀποκεχωρισμένοι ἐκ τῆς κοινωνίας καὶ ἐκ τῆς συμμετοχῆς εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ καὶ τῆς Θεανδρικῆς Ἐκκλησίας Αὐτοῦ».
    Αὕτη εἶναι ἡ πίστις εἰς τὴν ἀνανέωσιν τοῦ ὅλου ἀνθρωπίνου γένους, ἐντὸς τῆς νέας καὶ παγκοσμίου Ἐκκλησίας, ἥτις ἀποδίδει εἰς τὸν Οἰκουμενισμὸν τὸν χαρακτῆρα μιᾶς Χιλιαστικῆς αἱρέσεως, καθισταμένης ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον καταφανοῦς ἐν τῇ προσπαθείᾳ τῶν Οἰκουμενιστῶν πρὸς ἕνωσιν τοῦ παντὸς ἐν τῇ συγχύσει μεταξὺ ἀληθείας καὶ πλάνης, ὡς καὶ ἐν τῇ προσπαθείᾳ των πρὸς δημιουργίαν οὐχὶ μόνον μιᾶς νέας Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἑνὸς νέου κόσμου. Οἱ προπαγανδισταὶ τῆς αἱρέσεως ταύτης, δὲν θέλουν νὰ πιστεύουν ὅτι ἡ γῆ, καὶ πᾶν ὅ,τι ὑπάρχει ἐπ᾿ αὐτῆς θὰ ἀναλωθῶσι ἐν τῇ ἡμέρᾳ, «ἐν ᾗ οἱ οὐρανοὶ ροιζηδὸν παρελεύσονται, στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσεται...» (Βʹ Πέτρ. γʹ 10-12). Λησμονοῦν ὅτι μόνον μετὰ τὴν συντέλεσιν πάντων τούτων, νέος οὐρανὸς καὶ νέα γῆ θὰ προκύψωσιν, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἡ Ἀλήθεια θὰ προβάλη, ἐρχομένη ἐν μέσῳ τῆς δημιουργικῆς δυνάμεως καὶ τοῦ ρήματος τοῦ Θεοῦ καὶ οὐχὶ ἐν τῇ προσπαθείᾳ τῶν ἀνθρωπίνων ὀργανισμῶν. Συνεπῶς αἱ προσπάθειαι τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν θὰ ἔδει νὰ μὴ κατευθύνωνται πρὸς τὴν δημιουργίαν Ὀργανώσεων, ἀλλὰ νὰ καταστῶσι πολῖται τῆς νέας Δημιουργίας μετὰ τὴν τελικὴν Κρίσιν, διὰ τῆς διαβιώσεως ἐναρέτου καὶ εὐσεβοῦς βίου ἐντὸς τῆς Μιᾶς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας. Ἐν τῷ μεταξύ, δραστηριότητες σκοποῦσαι τὴν δημιουργίαν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, μέσῳ μιᾶς ἀπατηλῆς ἑνώσεως διαφόρων ἑτεροκλήτων Ὁμολογιῶν, ἄνευ προσοχῆς καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὴν Ἀλήθειαν, διαφυλασσομένην μόνον ἐντὸς τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, θὰ ὁδηγήσουν ἡμᾶς μόνον ἔξω καὶ μακρὰν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ δὴ ἐν τῷ βασιλείῳ τοῦ Ἀντιχρίστου.
    Δέον νὰ κατανοηθῇ, ὅτι αἱ συνθῆκαι, αἵτινες ἤγαγον τὸν Σωτῆρα νὰ διερωτηθῇ ἐὰν κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσία Του θὰ εὕρισκεν ἀκόμη τὴν Πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐνισχύονται οὐ μόνον ἀπὸ τὴν ἀπροσχημάτιστον ἐπέκτασιν τῆς ἀθεϊστικῆς προπαγάνδας, ἀλλ᾿ ὡσαύτως καὶ ἀπὸ τὴν διάδοσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
    Ἡ Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μαρτυρεῖ, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν διεδόθη ἀνὰ τὸν κόσμον μέσῳ διαλόγων καὶ συμβατικῶν ὑποχωρήσεων μεταξὺ Χριστιανῶν καὶ ἀπίστων, ἀλλὰ διὰ τῆς μαρτυρίας τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς ἀπορρίψεως παντὸς ψεύδους καὶ πάσης πλάνης. Θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ λεχθῇ, ὅτι γενικῶς οὐδεμία Θρησκεία διεκηρύχθη καὶ διεδόθη ποτὲ ἀνὰ τὸν κόσμον ὑπὸ ἀνθρώπων, οἵτινες ἀμφέβαλλον διὰ τὴν πληρότητα τῆς ἀληθείας της. Ἡ νέα ὀρθολογιστικῶς διηρθρωμένη δῆθεν «Ἐκκλησία», ἥτις ἀνεγείρεται ἤδη ὑπὸ τῶν Οἰκουμενιστῶν, εἶναι ὑφῆς καὶ φύσεως τοιαύτης, ὡς ἐκείνη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λαοδικείας, δι᾿ ἥν εὐγλώττως ὁμιλεῖ ἡ Βίβλος τῆς Ἀποκαλύψεως. Τοῦτ᾿ ἔστιν χλιαρά, μήτε θερμή, μήτε ψυχρά, ἔναντι τῆς Ἀληθείας. Καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν νέαν «Ἐκκλησίαν» ἀπευθύνονται οἱ λόγοι τοῦ Ἀγγέλου πρὸς τὴν ἔκπαλαι Ἐκκλησίαν τῆς Λαοδικείας, ἐφαρμοζόμενοι σήμερον: «οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» (Ἀποκαλ. γʹ 16). Συνεπῶς, ἐπειδὴ δὲν ἔχουσι δεχθῆ τὴν «σώζουσαν Ἀγάπην» καὶ ἀπεδέχθησαν εἶδός τι θρησκείας ἀναγεννώσης τὴν δῆθεν «ἐκκλησίαν», ἐφαρμόζονται ἐν αὐτοῖς οἱ λόγοι τοῦ Ἀποστόλου: «καὶ διὰ τοῦτο πέμψει αὐτοῖς ὁ Θεὸς ἐνέργειαν πλάνης εἰς τὸ πιστεῦσαι αὐτοὺς τῷ ψεύδει, ἵνα κριθῶσι πάντες οἱ μὴ πιστεύσαντες τῇ ἀληθείᾳ ἀλλ᾿ εὐδοκήσαντες ἐν τῇ ἀδικίᾳ» (Βʹ Θεσσ. βʹ 12).

 * * * 

    Ἕνεκα πάντων τῶν ἀνωτέρω ἐκτεθέντων, τὰ σεβασμιώτατα μέλη τῆς Ἡμετέρας Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων, ὁμοθύμως συνεφώνησαν καὶ συναπεφάσισαν νὰ ἀναγνωρίσωσι τὸν Οἰκουμενισμὸν ὡς μίαν ἐπικίνδυνον αἵρεσιν.
    Ἔχοντες παρατηρήσει ἐπὶ μακρὸν τὴν ἐξέλιξίν της, ἐπεφόρτισαν τὴν ἡμετέραν Μετριότητα, ὅπως κοινοποιήσῃ τὰς παρατηρήσεις ἡμῶν μεταξὺ πάντων τῶν ἀνὰ τὸν κόσμον ἀδελφῶν ἡμῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων.
    Ἐν πρώτοις, αἰτούμεθα παρ᾿ αὐτῶν, ὅπως δεηθῶσιν, ἵνα ὁ Κύριος διαφυλάξῃ τὴν Ἁγίαν Αὐτοῦ Ἐκκλησίαν ἐκ τοῦ κατακλυσμοῦ τῆς νέας ταύτης αἱρέσεως, διανοίγων τοὺς πνευματικοὺς ὀφθαλμοὺς πάντων ἡμῶν πρὸς κατανόησιν τῆς Ἀληθείας ἔναντι τῆς πλάνης. Εἴθε ὁ Κύριος ἡμῶν νὰ ἀξιώσῃ ἡμᾶς νὰ διατηρήσωμεν τὴν Ἀλήθειαν εἰς τὴν καθαρότητα, ἣν ἐνεπιστεύθη εἰς ἡμᾶς, νὰ ὁδηγήσωμεν δὲ τὸ Ποίμνιον εἰς τὴν πιστότητα πρὸς Αὐτὴν καὶ τὴν εὐσέβειαν.
    Ἐν τέλει, δεόμεθα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐνισχύῃ ἕνα ἕκαστον ἐξ ἡμῶν εἰς τὸ νὰ εἶναι αὐτὸν ἀεὶ ἐν τῇ Ἀληθείᾳ καὶ τῇ καθαρότητι τῆς Πίστεως, ἥτις δέδοται ἡμῖν, πηγαίως, ἀδιαφθόρως καὶ ἀπαραχαράκτως, παρέχῃ δὲ ἡμῖν πᾶσι τὴν δύναμιν ποδηγετήσεως τοῦ Ποιμνίου ἡμῶν ἐν τῇ εὐσεβείᾳ καὶ τῇ ὀρθῇ καὶ ἀπαρεγκλίτῳ Ὀρθοδόξῳ Χριστιανικῇ Πίστει! Γένοιτο!


† Μητροπολίτης Φιλάρετος

Προκαθήμενος τῆς Ὑπερορίου 
Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας
Νέα Ὑόρκη, Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ 1972



· · • • • ✤ • • • · ·

· Καλλινίκου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου (ἐπιμελ.),
· Ὀρθόδοξος Μαρτυρία - Ἀντιοικουμενιστικὰ κείμενα..., σελ. 40-61, Ἅγιον Ὄρος -    
  Ἀθῆναι       1985.
· St. Nectarios Educational Series, Seattle, Wash, No 61
· περιοδ. «Ἅγιος Ἀγαθάγγελος», Δεκέμβριος 1978. Ἐπιμέλ. ἡμετ.
Share:

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Πρώτη Ἐπιστολὴ Πόνου τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς




Πρὸς τοὺς Παναγιωτάτους καὶ Μακαριωτάτους
Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,
καὶ τοὺς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας,
Ἀρχιεπισκόπους καὶ Ἐπισκόπους.

Τοῦ ταπεινοῦ Φιλαρέτου,
Μητροπολίτου τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.


1. Νὰ φυλάττωμεν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὴν ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδοξίας

     ΟΙ ΑΓΙΟΙ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μᾶς παρήγγειλαν νὰ φυλάττωμεν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὴν Ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδοξίας. Διδάσκων δὲ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τοὺς Ἀποστόλους Του νὰ φυλάττουν ἄθικτον κάθε ἰῶτα ἢ κεραίαν τοῦ Θείου Νόμου, εἶπεν: «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. εʹ 19). Ἀπέστειλε, λοιπόν, τοὺς Ἀποστόλους Του νὰ διδάξουν τὴν παραδοθεῖσαν αὐτοῖς διδασκαλίαν εἰς πάντα τὰ ἔθνη ἐν καθαρᾷ καὶ ἀνοθεύτῳ μορφῇ. Τὸ δὲ καθῆκον τοῦτο παρεδόθη ἀκολούθως εἰς ἕκαστον ἐξ ἡμῶν τῶν Ἐπισκόπων, ὡς διαδόχων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Αὐτὸ μᾶς διδάσκει καὶ ὁ Δογματικὸς Ὅρος τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἁπάσας τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἐγγράφως ἢ ἀγράφως τεθεσπισμένας ἡμῖν παραδόσεις ἀκαινοτομήτως φυλάττομεν». Εἰς τὸν πρῶτον Κανόνα τῆς Συνόδου ταύτης οἱ Ἅγιοι Πατέρες προσέθεσαν τὰ ἑξῆς: «τοῖς τὴν ἱερατικὴν λαχοῦσιν ἀξίαν μαρτύριά τε καὶ κατορθώματα αἱ τῶν κανονικῶν διατάξεών εἰσιν ὑποτυπώσεις· ἃς ἀσμένως δεχόμενοι μετὰ τοῦ θεοφάντορος Δαυῒδ ἄδομεν πρὸς τὸν Δεσπότην Θεὸν λέγοντες· ἐν τῇ ὁδῷ τῶν μαρτυρίων σου ἐτέρφθην ὡς ἐπὶ παντὶ πλούτῳ· καὶ ἐνετείλω δικαιοσύνην τὰ μαρτύριά σου εἰς τὸν αἰῶνα· συνέτισόν με καὶ ζήσομαι.
Καὶ εἰς τὸν αἰῶνα ἡ προφητικὴ φωνὴ ἐντέλλεται ἡμῖν φυλάττειν τὰ μαρτύρια τοῦ Θεοῦ καὶ ζῆν ἐν αὐτοῖς, δῆλον ὅτι ἀκράδαντα καὶ ἀσάλευτα διαμένουσιν». Ἕκαστος ἐξ ἡμῶν πανηγυρικῶς ὑπόσχεται κατὰ τὴν χειροτονίαν του ὅτι θὰ τηρῇ στερρῶς τὴν Πίστιν καὶ τοὺς Κανόνας τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀναλαμβάνων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν ὑποχρέωσιν νὰ φυλάττῃ ἀκραδάντως τὴν Ὀρθοδοξίαν ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰς πλάνας ποὺ διεισδύουν εἰς τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐὰν ἐμφανισθῇ ὁ πειρασμὸς μόνον εἰς μίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, τότε καὶ ἡ θεραπεία δύναται νὰ εὑρεθῇ ἐν τῇ ἰδίᾳ περιοχῇ. Ἀλλ᾿ ὅταν ἓν κακὸν διεισδύσῃ σχεδὸν εἰς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας μας, τότε καθίσταται τοῦτο ὑπόθεσις ἀφορῶσα πάντα Ἐπίσκοπον. Καὶ τίς ἐξ ἡμῶν δύναται νὰ ἀδρανήσῃ, ἐὰν ἴδῃ πολλοὺς τῶν ἀδελφῶν του νὰ βαδίζουν ταυτοχρόνως τὴν ὁδὸν τὴν ἄγουσαν αὐτοὺς καὶ τὸ ποίμνιόν των πρὸς ὀλέθριον βάραθρον ἕνεκα τῆς ἐν ἀγνοίᾳ των ἀπωλείας τῆς Ὀρθοδοξίας; Δυνάμεθα ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει νὰ εἴπωμεν ὅτι ἡ ταπεινοφροσύνη μᾶς ὑπαγορεύει νὰ τηρήσωμεν σιωπήν; Νὰ θεωρήσωμεν ὡς ἀδιακρισίαν ἡμῶν νὰ συμβουλεύσωμεν τοὺς ἄλλους διαδόχους τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τινὲς τῶν ὁποίων κατέχουν τοὺς ἀρχαιοτέρους καὶ πλέον διακεκριμένους θρόνους;
Ἀλλ᾿ ἡ Ὀρθοδοξία ἀναγνωρίζει τὴν ἰσότητα ὅλων τῶν Ἐπισκόπων κατὰ τὴν χάριν, ποιοῦσα διάκρισιν μεταξὺ αὐτῶν μόνον ὡς πρὸς τὴν τιμήν. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπαναπαυθῶμεν ἐπὶ τοῦ ὅτι ἑκάστη Ἐκκλησία εὐθύνεται δι᾿ ἑαυτήν; Ἀλλὰ τί γίνεται, ὅταν προβαίνουν εἰς ταρασσούσας τοὺς πιστοὺς δηλώσεις ἐξ ὀνόματος ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, συνεπῶς δὲ καὶ ἐξ ὀνόματος ἡμῶν, καίτοι οὐδένα ἐξουσιοδοτήσαμεν πρὸς τοῦτο;

2. «Ἡ ἀλήθεια προδίδεται διὰ τῆς σιωπῆς»

    Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶπε κάποτε, ὅτι ὑπάρχουν περιπτώσεις, καθ᾿ ἃς «ἡ ἀλήθεια προδίδεται διὰ τῆς σιωπῆς». Καὶ δὲν θὰ τὴν προδώσωμεν καὶ ἡμεῖς, ἐάν, βλέποντες παρέκκλισιν ἐκ τῆς καθαρᾶς Ὀρθοδοξίας, τηρῶμεν σιγήν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἶναι πάντοτε εὐκολώτερον καὶ ἀκίνδυνον;
Ἐν τούτοις βλέπομεν, ὅτι οὐδεὶς τῶν πρεσβυτέρων ἡμῶν ὑψώνει τὴν φωνήν του καὶ τὸ γεγονὸς τοῦτο μᾶς ἀναγκάζει νὰ ὁμιλήσωμεν, διὰ νὰ μὴ ἀκούσωμεν κατὰ τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς Κρίσεως τὴν μομφήν, ὅτι εἴδομεν τὸν ἐκ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπειλοῦντα τὴν Ἐκκλησίαν κίνδυνον καὶ δὲν προειδοποιήσαμεν τοὺς ἐπισκόπους αὐτῆς. Πάντως, ἔχομεν ἤδη ἀπευθύνει τὸν λόγον καὶ πρὸς τὸν Παναγιώτατον Πατριάρχην Ἀθηναγόραν καὶ πρὸς τὸν Ἕλληνα Ἀρχιεπίσκοπον Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς Ἰάκωβον, ἐκφράζοντες τὴν λύπην καὶ τὴν ἀνησυχίαν ἡμῶν ἐκ τῶν Οἰκουμενικῶν των ἐνεργειῶν, κατὰ τὰς ὁποίας τὰ πρωτοτόκια τῆς Ἐκκλησίας πωλοῦνται ἀντὶ τοῦ πινακίου φακῆς εἰς ἀντάλλαγμα ἐπαίνων τοῦ κόσμου τούτου. Ἀλλ᾿ ἡ τηρηθεῖσα στάσις ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων εἰς τὴν Γενικὴν Συνέλευσιν τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» εἰς τὴν Οὐψάλαν καθιστᾷ ἔτι βαθυτέραν τὴν ἀνησυχίαν τῶν Ζηλωτῶν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἀναγκαζόμεθα νὰ συμμερισθῶμεν τὴν λύπην καὶ τὴν ἀνησυχίαν ἡμῶν μὲ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους.
Ἴσως ἐρωτηθῶμεν, διατί μόλις τώρα γράφομεν περὶ τῆς Συνελεύσεως ταύτης, σχεδὸν ἓν ἔτος. μετὰ τὴν λῆξιν τῶν ἐργασιῶν της; Ἀπαντῶμεν, ὅτι αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν εἴχομεν παρατηρητάς μας καὶ ἐλαμβάνομεν πληροφορίας περὶ τῆς Συνελεύσεως ταύτης μόνον ἐκ τοῦ περιοδικοῦ τύπου, εἰς τὴν ἀκρίβειαν τοῦ ὁποίου δὲν δύναται κανεὶς πάντοτε νὰ βασισθῇ.
Διὰ τοῦτο ἀνεμένομεν τὴν λῆψιν τῶν ἐπισήμων πρακτικῶν τῆς Συνελεύσεως, μετὰ τὴν μελέτην τῶν ὁποίων ἐθεωρήσαμεν ἐπιτακτικὸν ἡμῶν καθῆκον, ὅπως ἀπευθύνωμεν τὴν παροῦσαν ἐπιστολὴν πρὸς ἅπαντας τοὺς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, οὓς Κύριος ὁ Θεὸς ὥρισε νὰ φροντίζουν τὴν ἐπὶ γῆς Ἐκκλησίαν Του.
Ἡ ἔκθεσις περὶ τῆς ἐν Οὐψάλῃ Συνελεύσεως ὄντως μᾶς συνετάραξε μεγάλως, διότι εἴδομεν ἐξ αὐτῆς ἔτι σαφέστερον πόσον ἡ πλάνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τυγχάνει τῆς ἐπισήμου ἐγκρίσεως πολλῶν τῶν Ἐκκλησιῶν μας. Μετὰ τὰ πρῶτα βήματα τῆς διοργανώσεως τῆς Κινήσεως ταύτης, πολλαὶ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀκολουθοῦσαι τὴν πρωτοβουλίαν τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἤρχισαν νὰ συμμετέχουν εἰς τὰς Συνελεύσεις της. Τότε οὐδεμίαν ἀνησυχίαν προεξένησεν ἡ τοιαύτη συμμετοχὴ οὔτε ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν φλογερῶν ζηλωτῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐνόμιζαν οὗτοι ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὐδεμίαν δύναται νὰ ὑποστῇ ζημίαν, ἐὰν οἱ ἀντιπρόσωποί της ἐμφανισθοῦν εἰς τὸν κύκλον τῶν ζητούντων τὴν Ἀλήθειαν διαφόρων Διαμαρτυρομένων, διὰ νὰ ἀντιτάξουν τὴν ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὰς ποικίλας πλάνας των. Ἡ τοιαύτη συμμετοχὴ εἰς διομολογιακὰς συνελεύσεις ἠδύνατο νὰ ἐκληφθῇ ὡς ἔχουσα ἱεραποστολικὸν χαρακτῆρα. Ἡ θέσις αὕτη διετηρήθη, μέχρις ἑνὸς σημείου, ἂν καὶ ὄχι πάντοτε μὲ τὴν ἰδίαν συνέπειαν, εἰς τὴν ἐν Evanston Γενικὴν Συνέλευσιν τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» τὸ 1954. Ἐκεῖ οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι ἐδήλωσαν μετὰ παρρησίας, ὅτι αἱ ἀποφάσεις τῆς Συνελεύσεως αὐτῆς εὑρίσκονται τόσον μακρὰν ἀπὸ τὴν περὶ τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλίαν μας, ὥστε τοὺς ἦτο ἐντελῶς ἀδύνατον νὰντὰς παραδεχθοῦν ὁμοῦ μετὰ τῶν ἄλλων. Ἀντ᾿ αὐτοῦ οὗτοι ἐξέφρασαν τὴν διδασκαλίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς ἰδιαιτέρας δηλώσεις.

3. Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν δύνανται νὰ παραμείνουν μέλη τοῦ Π.Σ.Ε.

    Αἱ δηλώσεις αὗται ἦσαν τόσον σαφεῖς, ὥστε τῷ ὄντι ἔπρεπε νὰ ὁδηγήσουν εἰς τὸ λογικὸν συμπέρασμα, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν δύνανται νὰ παραμείνουν μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ἐπὶ τῆς ἰδίας μὲ τοὺς ἄλλους βάσεως. Οἱ Διαμαρτυρόμενοι ἠδύναντο νὰ τοὺς εἴπουν:
«Ἐὰν δὲν συμμερίζεσθε τὰς βασικὰς ἀρχάς μας, διατὶ εἶσθε μαζί μας;». Γνωρίζομεν, ὅτι εἰς ἰδιαιτέρας συνομιλίας τινὲς τῶν Διαμαρτυρομένων ὑπέβαλον αὐτὴν τὴν ἐρώτησιν. Ἀλλ᾿ ἡ ἐρώτησις δὲν ὑπεβλήθη κατὰ τὰς συνεδριάσεις. Τοιουτοτρόπως, οἱ Ὀρθόδοξοι παρέμειναν μέλη μιᾶς ὀργανώσεως, τῆς ὁποίας τὴν ἀνόμοιον ἀρχὴν μόλις εἶχον τόσον σαφέστατα περιγράψει.
Ἀλλὰ τί βλέπομεν τώρα;
Ἡ ἐν Γενεύῃ Πανορθόδοξος Διάσκεψις τὸν Ἰούνιον τοῦ 1968 ἠκολούθησεν ἄλλην ὁδόν. Ἐξέφρασε «τὴν γενικὴν ἐπιθυμίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ εἶναι ὀργανικὸν μέλος τοῦ Π.Σ.Ε., ὡς καὶ τὴν ἀπόφασίν της ὅπως συμβάλῃ μὲ κάθε τρόπον, θεολογικῶς τε καὶ ἄλλως, εἰς τὴν πρόοδον τοῦ Συμβουλίου διὰ τὴν προώθησιν καὶ τὴν καλὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ὅλου ἔργου τοῦ Π.Σ.Ε.». Ἡ Αὐτοῦ Παναγιότης ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἐπληροφόρησε τὸ Π.Σ.Ε. περὶ τῆς ἀποφάσεως ταύτης εἰς ἰδιαιτέραν ἐπιστολὴν φέρουσαν ἡμερομηνίαν 30 Ἰουνίου 1968. Οὐδεμία ἐπιφύλαξις, οὐδεμία ὑπόμνησις περὶ ἱεραποστολικῶν σκοπῶν ἐγένετο οὔτε ἐν τῇ μιᾷ οὔτε ἐν τῇ ἄλλῃ περιπτώσει. Δέον ὅπως γίνωμεν πολὺ σαφεῖς ὅσον ἀφορᾶ τὸ εἶδος τῆς θρησκευτικῆς ἑνώσεως, τῆς ὁποίας «ὀργανικὸν μέλος» ἐκηρύχθη ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὡς δὲ καὶ ποῖαι εἶναι αἱ δογματικαὶ ἐπιπτώσεις μιᾶς τοιαύτης ἀποφάσεως. Εἰς τὸ Τορόντο τὸ 1950 υἱοθετήθησαν αἱ βασικαὶ θέσεις τοῦ Π.Σ.Ε., αἱ ὁποῖαι ἦσαν περισσότερον ἐπιφυλακτικαὶ ἀπὸ τὰς παρούσας, ἀλλὰ πάλιν ἀντέβαινον εἰς τὴν Ὀρθόδοξον περὶ Ἐκκλησίας διδασκαλίαν. Ἡ παράγραφος 4 ἔλεγεν, ὅτι «αἱ Ἐκκλησίαι μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. θεωροῦν τὴν σχέσιν τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὴν Ἁγίαν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, τὴν ὁποίαν ὁμολογοῦν εἰς τὰ Σύμβολα Πίστεως, ὡς ἀντικείμενον ἀμοιβαίας μελέτης». Ἡ διατύπωσις αὐτὴ εἶναι ἤδη ἀπαράδεκτος δι᾿ ἡμᾶς, διότι ἡ Ἁγία Καθολικὴ Ἐκκλησία ἀναφέρεται ἐκεῖ οὐχὶ ὡς πράγματι ὑπάρχουσα ἐν τῷ κόσμῳ, ἀλλ᾿ ὡς μία ἀφῃρημένη ὀντότης μνημονευομένη εἰς τὰ διάφορα «Πιστεύω». Παρὰ ταῦτα, τότε ἀκόμη καὶ ἡ τρίτη παράγραφος ἔλεγεν: «Αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ ἀνήκειν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ εἶναι πλέον περιεκτικὸν τοῦ ἀνήκειν μόνον εἰς τὸ σῶμα τῶν Ἐκκλησιῶν των» (Six Ecumenical Surveys, New York, 1954, σ.13). Ἐπειδὴ εἰς τὴν προηγουμένην παράγρ. 2 ἐδηλώθη, ὅτι «αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. πιστεύουν ἐπὶ τῇ βάσει τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία», τότε προκύπτει ἢ ἐσωτερικὴ ἀντίφασις ἢ ὁμολογία νέου δόγματος, ὅτι εἶναι δυνατὸν ν᾿ ἀνήκῃ τις εἰς τὴν Μίαν Ἐκκλησίαν μὴ πιστεύων τὰ δόγματα αὐτῆς καὶ ἔξω τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος μετ᾿αὐτῆς.

4. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία διαφέρει οὐσιαστικῶς τῆς προτεσταντικῆς

    Αἱ ἰδιαίτεραι δηλώσεις εἰς Evanston μετὰ τετραετίαν [1954] ἐξ ὀνόματος πάντων τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων διώρθουν ἐν μέρει τὴν κατάστασιν, διότι ἐδείκνυον σαφῶς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία διαφέρει τόσον πολὺ τῆς Προτεσταντικῆς ἐν τῇ οὐσίᾳ, ὥστε εἶναι ἀδύνατος ἡ ἀπὸ κοινοῦ σύνταξις οἱασδήποτε κοινῆς δηλώσεως. Τώρα ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι εἰς τὸ Π.Σ.Ε. ἐνεργοῦν διαφόρως. Ἐν τῇ προσπαθείᾳ ὅπως ἑνώσουν τὴν ἀλήθειαν μετὰ τῆς πλάνης, οὗτοι ἐξέκλιναν ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ποὺ διεκήρυξαν εἰς τὸ Evanston. Ἐὰν αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εἶναι ὀργανικὰ μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., τότε ἅπασαι αἱ ἀποφάσεις τῆς ὀργανώσεως αὐτῆς γίνονται ἐξ ὀνόματος ἐκείνων ὅπως καὶ ἐξ ὀνόματος τῶν Διαμαρτυρομένων.
Ἐὰν ἀρχικῶς οἱ Ὀρθόδοξοι συμμετέσχον εἰς τὰς Οἰκουμενικὰς Συνελεύσεις ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον διὰ νὰ μαρτυρήσουν τὴν ἀλήθειαν, ἐπιτελοῦντες, οὕτως εἰπεῖν, ἱεραποστολικὴν διακονίαν μεταξὺ τῶν ξένων πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν Ὁμολογιῶν, τώρα ὅμως ἔχουν συνενωθῆ μὲ αὐτοὺς καὶ ἕκαστος ἐξ ἡμῶν δύναται νὰ εἴπῃ ὅτι τὰ ἐν Οὐψάλῃ λεχθέντα ἐλέχθησαν ἐπίσης καὶ ὑπὸ τῶν ἐκεῖ συμμετεχουσῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ἐκπροσώπων των. Φεῦ! Τοῦτο ἐλέχθη ἐξ ὀνόματος ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Θεωροῦμεν καθῆκον ἡμῶν, ὅπως διαμαρτυρηθῶμεν ἐντονώτατα κατὰ τῆς καταστάσεως ταύτης. Γνωρίζομεν δέ, ὅτι ἐν τῇ διαμαρτυρίᾳ μας ταύτῃ ἔχομεν μεθ᾿ ἡμῶν ἅπαντας τοὺς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, μαζί μας δὲν εἶναι μόνον ὅλη ἡ Ἱεραρχία, ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῆς Ὑπερ ορίου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ πολλὰ μέλη τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τὰ ὁποῖα συμφωνοῦν μὲ ἡμᾶς. Τολμῶμεν νὰ εἴπωμεν, ὅτι μέχρι τοῦδε εἶναι φανερόν, ὅτι οἱ ἀδελφοί μας Ἐπίσκοποι δὲν ἔδιδον εἰς τὸ θέμα τοῦτο τὴν δέουσαν προσοχήν, μὴ ἀντιλαμβανόμενοι πόσον βαθέως ἡ Ἐκκλησία εἰσάγεται εἰς τὴν σφαῖραν ἀντικανονικῶν, ὡς καὶ ἀντιδογματικῶν ἀκόμη συμφωνιῶν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων. Τὸ γεγονὸς τοῦτο γίνεται ἰδίως σαφές, ἐάν τις ἀναφερθῇ εἰς τὰς ἀρχικὰς δηλώσεις τῶν ἀντιπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ συγκρίνῃ αὐτὰς μὲ τὰ νῦν συμβαίνοντα.
Εἰς τὴν ἐν Λωζάνῃ Συνέλευσιν τὸ 1937, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Μητροπολίτης Γερμανός, σαφῶς διεκήρυξεν ὅτι ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει ὅτι οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέον ὅπως ἐπιστρέψουν εἰς τὴν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. «Καὶ ποῖα εἶναι τὰ στοιχεῖα τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας, εἶπεν ὁ Γερμανός, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἀναγκαῖα καὶ οὐσιώδη; Κατὰ τὴν ἀντίληψιν τῆς Ὀρθοδόξο Ἐκκλησίας δὲν ὑφίσταται ἀνάγκη τώρα νὰ ὁρίσωμεν αὐτὰ τὰ ἀναγκαῖα στοιχεῖα τῆς πίστεως, διότι οἱ ὁρισμοὶ αὐτοὶ ἤδη εὑρίσκονται εἰς τὰ ἀρχαῖα Σύμβολα Πίστεως καὶ εἰς τὰς ἀποφάσεις τῶν ἑπτὰΟἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅθεν αὕτη ἡ διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας δέον ὅπως γίνῃ ἡ βάσις τῆς ἐπανενώσεως τῆς Ἐκκλησίας». Αὕτη ἦτο ἡ τοποθέτησις ἡ ληφθεῖσα ὑφ᾿ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων ἀπεσταλμένων εἰς τὰς Συνελεύσεις τῆς Λωζάνης καὶ τῆς Ὀξφόρδης.

5. Ἡ Μία... Ἐκκλησία οὐδέποτε διῃρέθη. Τὸ πρόβλημα μόνον εἶναι ποῖος ἀνήκει εἰς Αὐτὴν καὶ ποῖος δὲν ἀνήκει.

    Ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἡμετέραν Ὑπερόριον Ρωσικὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ἄποψίς της διετυπώθη μετὰ ἰδιαιτέρας σαφηνείας κατὰ τὸν διορισμὸν τοῦ ἀντιπροσώπου της εἰς τὴν μόνιμον Ἐπιτροπὴν τῆς περὶ «Πίστεως καὶ Τάξεως» Συνελεύσεως τὴν 18/31 Δεκεμβρίου 1931. Ἡ ἀπόφασις αὕτη ἔχει ὡς ἑξῆς: «Διαφυλάττουσα τὴν πίστιν εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων ὁμολογεῖ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία αὕτη οὐδέποτε διῃρέθη.
Τὸ πρόβλημα μόνον εἶναι ποῖος ἀνήκει εἰς Αὐτὴν καὶποῖος δὲν ἀνήκει. Συγχρόνως, ἡ Σύνοδος θερμῶς χαιρετίζει ὅλας τὰς προσπαθείας τῶν ἑτεροδόξων ὁμολογιῶν, ὅπως μελετήσουν τὴν περὶ τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι διὰ τῆς τοιαύτης μελέτης καὶ ἰδίᾳ διὰ τῆς συμμετοχῆς τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἴσως ἐπὶ τέλους καταλήξουν εἰς τὴν πεποίθησιν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ὁ στῦλος καὶ τὸ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας (Αʹ Τιμ. γʹ 15), ἔχει διατηρήσει τὴν ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ δοθεῖσαν εἰς τοὺς Ἀποστόλους διδασκαλίαν πλήρως καὶ ἄνευ οἱωνδήποτε σφαλμάτων.
Μὲ τὴν πίστιν αὐτὴν καὶ μὲ τοιαύτην ἐλπίδα ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων δέχεται εὐχαρίστως τὴν πρόσκλησιν τῆς Ἐπιτροπῆς διὰ τὴν συνέχισιν τῆς Συνελεύσεως τῆς Πίστεως καὶ Τάξεως». Ἐδῶ τὰ πάντα εἶναι σαφῆ καὶ οὐδὲν ἀπεσιωπήθη. Ἡ δήλωσις αὕτη κατ᾿ οὐσίαν εἶναι σύμφωνος πρὸς τὰ ὅσα ἐν καιρῷ ἔλεγον καὶ οἱ ἐπίσημοι ἀντιπρόσωποι τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Καὶ τί ἤλλαξεν; Ἐγκατέλειψαν οἱ Διαμαρτυρόμενοι τὰς πλάνας των; Ὄχι! Ἔμειναν οἱ ἴδιοι καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀλλάξει, ἤλλαξαν δὲ μόνον οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι τὴν ἀντιπροσωπεύουν σήμερον.
Ἐὰν οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν συνέχιζον νὰ διατηροῦν αὐστηρῶς τὰς βασικὰς ἀρχὰς τῆς πίστεώς μας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, δὲν θὰ ὡδήγουν τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν εἰς τὴν συγκεχυμένην κατάστασιν, ποὺ ἔχει δημιουργηθῇ διʼ αὐτὴν ὑπὸ τῶν ἐν τῇ Συνελεύσει τῆς Γενεύης ἀποφάσεων τοῦ παρελθόντος ἔτους [1968].
Μετὰ τὴν Συνέλευσιν τοῦ Π.Σ.Ε. εἰς τὸ Νέον Δελχὶ [1961] καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι δὲν κάμνουν πλέον ἰδιαιτέρας δηλώσεις, ἀλλὰ συγχωνεύονται εἰς μίαν μετὰ τῶν Διαμαρτυρομένων Ὁμολογιῶν μᾶζαν. Τοιουτοτρόπως, ὅλαι αἱ ἀποφάσεις τῆς ἐν Οὐψάλῃ Συνελεύσεως ἐλήφθησαν ἐν ὀνόματι τῆς «Ἐκκλησίας», ἥτις πάντοτε ἀναφέρεται εἰς τὸν ἑνικὸν ἀριθμόν.
Ποῖος τὰ λέγει αὐτά; Ποῖος δικαιοῦται νὰ διατυπώνῃ ἐκκλησιολογικὰς δηλώσεις οὐχὶ μόνον ἐξ ὀνόματός του, ἀλλὰ καὶ ἐξ ὀνόματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας;

6. Ἐλέγξατε τὸν κατάλογον τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Π.Σ.Ε.

    Σᾶς παρακαλοῦμεν, Πανιερώτατοι ἀδελφοί, ὅπως ἐλέγξετε τὸν κατάλογον τῶν «Ἐκκλησιῶν» τῶν μετεχουσῶν εἰς τὴν οἰκουμενικὴν κίνησιν καὶ εἰς τὸ Π.Σ.Ε. Ἴδετε, ἐπὶ παραδείγματι, τοὐλάχιστον τὰς πρώτας γραμμὰς τοῦ καταλόγου εἰς τὴν σελίδα τοῦ ἀπολογισμοῦ ὑπὸ τὸν τίτλον «The Uppsala 68 Report».
Ἐκεῖ θὰ ἴδετε τὰ ἀκόλουθα ὀνόματα: Εὐαγγελικὴ Ἐκκλησία τῆς River Plata, Μεθοδιστικὴ Ἐκκλησία τῆς Αὐστραλίας καὶ Ἀσίας, Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν Αὐστραλίαν, Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία τῆς Αὐστραλίας, Κογκρεγκεσιοναλιστικὴ Ἕνωσις τῆς Αὐστραλίας, Πρεσβυτεριανὴ Ἐκκλησία τῆς Αὐστραλίας...
Ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ συνεχίσωμεν; Δὲν εἶναι πρόδηλον, ὅτι εἰς τὰς πρώτας γραμμὰς τοῦ καταλόγου σημειοῦνται Ὁμολογίαι μεγάλως διαφέρουσαι τῆς Ὀρθοδοξίας, αἱ ὁποῖαι ἀρνοῦνταιτὰ Μυστήρια, τὴν Ἱεραρχίαν, τὴν Ἐκκλησιαστικὴνν Παράδοσιν, τοὺς ἱεροὺς Κανόνας καὶ αἱ ὁποῖαι δὲν τιμοῦν τὴν Θεοτόκον, τοὺς Ἁγίους κ.λπ.; Πρέπει νὰ
ἀπαριθμήσωμεν ὅλα σχεδὸν τὰ δόγματά μας, διὰ νὰ δείξωμεν τὶ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν εἶναι ἀπαράδεκτον ἀπὸ τὴν πλειονότητα τῶν μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε., τοῦ ὁποίου ὅμως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὐχ᾿ ἧττον, παρουσιάζεται τώρα ὅτι εἶναι ὀργανικὸν μέλος;
Παρὰ ταῦτα, ἐξ ὀνόματος αὐτῆς τῆς πολυμόρφου συνάξεως τῶν ἀντιπροσώπων πάσης δυνατῆς αἱρέσεως, ἡ Συνέλευσις τῆς Οὐψάλης διαρκῶς δηλοῖ: «ἡ Ἐκκλησία ὁμολογεῖ, ἡ Ἐκκλησία διδάσκει, ἡ Ἐκκλησία ποιεῖ τοῦτο ἢ ἐκεῖνο...».
Περὶ τοῦ κράματος αὐτοῦ τῶν πλανῶν, αἵτινες ἔχουν τόσον ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὴν Παράδοσιν, ἡ ἀπόφασις «περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς Καθολικότητος τῆς Ἐκκλησίας» λέγει: «Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα οὐχὶ μόνον διεφύλαξε τὴν Ἐκκλησίαν ἐν τῇ διαδοχῇ τοῦ παρελθόντος της, ἀλλ᾿ εἶναι συνεχῶς παρὸν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, πραγματοποιοῦν τὴν ἐσωτερικὴν ἀνακαίνισιν καὶ ἀναδημιουργίαν της» (σελ. 16).
Τὸ ἐρώτημα εἶναι: Ποῦ εἶναι ἡ «διαδοχὴ τοῦ παρελθόντος» εἰς τοὺς Πρεσβυτεριανούς; Ποῦ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς ἐκείνους ποὺ δὲν ἀναγνωρίζουν κανένα Μυστήριον; Πῶς δύναταί τις νὰ ὁμιλῇ περὶ τῆς Καθολικότητος παρ᾿ ἐκείνοις, οἵτινες δὲν παραδέχονται τὰς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων;
Ἐὰν τῶν δογματικῶν αὐτῶν ἀποφάσεων προηγοῦντο λόγια ὑποδηλοῦντα, ὅτι ἕνα μέρος τῶν Ἐκκλησιῶν διδάσκει οὕτω καὶ ἕτερον οὕτω καὶ ἐὰν ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διετυποῦτο χωριστά, τοῦτο θὰ ἀνταπεκρίνετο εἰς τὴν πραγματικότητα... Ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν ἔχουν οὕτω καὶ ἐξ ὀνόματος τῶν ποικίλων Ὁμολογιῶν λέγουν: «Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει...». Τοῦτο καθ᾿ ἑαυτὸ ἀποτελεῖ ὁμολογίαν τῆς Προτεσταντικῆς διδασκαλίας περὶ Ἐκκλησίας ὡς συμπεριλαμβανούσης ἅπαντας τοὺς καλοῦντας ἑαυτοὺς Χριστιανούς, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἔχουν διακοινωνίαν μεταξύ των.
Ἀλλ᾿ ὁ μὴ παραδεχόμενος τὴν διδασκαλίαν αὐτὴν εἶναι ἀδύνατον νὰ εἶναι ὀργανικὸν μέλος τοῦ Π.Σ.Ε., διότι ἐπ᾿ αὐτῆς βασίζεται ὅλη ἡ ἰδεολογία τῆς ὀργανώσεως ταύτης.
Εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ ἀπόφασις «Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς Καθολικότητος τῆς Ἐκκλησίας» συνοδεύεται εἰς τὸν ἀπολογισμὸν ἀπὸ τὴν παρατήρησιν μὲ ψιλὰ γράμματα, ὅτι αὕτη, λόγῳ τῶν προκληθέντων διενέξεων, δὲν εἶναι τελικὴ ἀπόφασις, ἀλλὰ σύνοψις τῶν συζητηθέντων θέσεων ἐπὶ τοῦ θέματος.

7. Συνέλευσις τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν δύναται νὰ ὁμιλῇ ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας

    Ἐν τούτοις, δὲν ὑπάρχουν τοιαῦται παρατηρήσεις, ὅσον ἀφορᾷ ἄλλας παρομοίας ἀποφάσεις. Ἀπὸ τὰ πρακτικὰ δὲν φαίνεται οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι νὰ ἐδήλωσαν, ὅτι ἡ Συνέλευσις δὲν δύναται νὰ ὁμιλῇ ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας ἐν ἑνικῷ ἀριθμῷ, ἡ δὲ Συνέλευσις κάμνει τοῦτο παντοῦ εἰς ὅλας τὰς ἀποφάσεις της, αἱ ὁποῖαι ποτὲ δὲν συνοδεύονται ἀπὸ παρομοίας ἐπεξηγήσεις.
Τοὐναντίον, ἡ Αὐτοῦ Σεβασμιότης, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰάκωβος, ἀπαντῶν ἐξ ὀνόματος τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως εἰς τὴν προσφώνησιν τοῦ Σουηδοῦ ἀρχιεπισκόπου, εἶπε: «Καθὼς πολὺ καλῶς γνωρίζετε ἡ παγκόσμιος Ἐκκλησία καλεῖται ὑπὸ τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ κόσμου ὅπως δώσῃ πλήρη ἀπόδειξιν καὶ μαρτυρίαν τῆς πίστεώς της» (The Uppsala 68 Report, σ. 103).
Περὶ ποίας «Παγκοσμίου Ἐκκλησίας» ὁμιλεῖ ἐδῶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰάκωβος; Περὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Ὄχι. Ἐδῶ ὡμίλησε περὶ τῆς «Ἐκκλησίας» τῆς συνενούσης πάσας τὰς Ὁμολογίας, περὶ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Π.Σ.Ε.
Ἡ τάσις τοῦ ὁμιλεῖν κατὰ τὸν τρόπον αὐτὸν εἶναι ἰδιαιτέρως αἰσθητὴ εἰς τὴν ἔκθεσιν τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Πίστεως καὶ Τάξεως. Ἡ ἀπόφασίς της περὶ τῆς ἐκθέσεως καὶ κατόπιν τῶν δηλώσεων περὶ ἐπιτυχίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ λέγει: «Συμφωνοῦμεν μὲ τὴν ἀπόφασιν τῆς ἐπιτροπῆς τῆς Πίστεως καὶ Τάξεως, ληφθεῖσαν εἰς τὴν ἐν Bristol συνεδρίασίν της, ὅπως συνεχισθῇ τὸ πρόγραμμα τῆς μελέτης περὶ τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὰ εὐρέα πλαίσια τῆς μελέτης τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπότητος καὶ τῆς δημιουργίας. Χαιρετίζομεν συγχρόνως τὴν δήλωσιν τῆς Ἐπιτροπῆς Πίστεως καὶ Τάξεως, ὅτι ἀποστολή της παραμένει “νὰ διακηρύττῃ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ” καὶ νὰ θέσῃ ἐνώπιον τοῦ Συμβουλίου καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν “τὸ καθῆκον νὰ δεικνύουν τὴν ἑνότητα ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου των καὶ πρὸς καλυτέραν πραγματοποίησιν τῆς ἀποστολῆς Του εἰς τὸν κόσμον”» (Αὐτόθι, σ. 233).
Ἡ σαφὴς τάσις ὅλων τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν ἔγκειται εἰς τὸ γεγονὸς ὅτι, παρὰ τὴν ἐξωτερικὴν διαίρεσιν τῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ ἐσωτερικὴ ἑνότης ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται. Τὸ ἔργον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἡ προσπάθεια ὅπως ἡ ἐσωτερικὴ αὐτὴ ἑνότης καταστῇ συγχρόνως καὶ ἐξωτερικὴ διὰ διαφόρων ἐκδηλώσεων τῆς αὐτῆς διαθέσεως.
Διὰ νὰ κρίνωμεν ὅλα αὐτὰ ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας ἀρκεῖ νὰ λάβωμεν ὑπ᾿ ὄψιν τὴν ἀντίδρασιν ποὺ θὰ συνήντων ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τίς δύναται νὰ φαντασθῇ, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς περιόδου ἐκείνης θὰ ἐκήρυττεν ἑαυτὴν ὀργανικὸν μέλος κοινωνίας συνενούσης Εὐνομιανούς, Ἀνομοίους, Ἀρειανούς, Ἡμιαρειανούς, Σαβελλιανοὺς καὶ Ἀπολλιναριστάς;
Βεβαίως, ὄχι. Τοὐναντίον, ὁ πρῶτος Κανὼν τῆς Βʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν καλεῖ εἰς ὀργανικὴν ἕνωσιν μὲ αὐτούς, ἀλλὰ τοὺς ἀναθεματίζει. Μεταγενέστεραι δὲ Σύνοδοι ἐνήργησαν κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ὡς πρὸς ἄλλας αἱρέσεις.

8. Ὀρθόδοξοι, μέλη ἑνώσεως συγχρόνων αἱρετικῶν!

    Τὸ νὰ εἶναι οἱ Ὀρθόδοξοι ὀργανικὰ μέλη εἰς ἕνα σῶμα μὲ τοὺς συγχρόνους αἱρετικούς, αὐτὸ δὲν ἁγιάζει τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ ἀποξενώνει τοὺς Ὀρθοδόξους ἐκείνους ἀπὸ τὴν Καθολικὴν Ὀρθόδοξον Ἑνότητα. Ἡ Ἑνότης αὕτη δὲν περιορίζεται μόνον εἰς τὸν παρόντα αἰῶνα. Ἡ Καθολικότης περιλαμβάνει ὅλας τὰς γενεὰς τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ὁ Ἅγιος Βικέντιος ὁ Λειρίνου γράφει εἰς τὸ ἀθάνατον ἔργον του, ὅτι «οὐδέποτε ἐπετράπη καὶ οὔτε θὰ ἐπιτραπῇ εἰς τοὺς Χριστιανοὺς νὰ διακηρύξουν τί, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχε γίνει ἀποδεκτὸν πρότερον, τὸ δὲ ἀναθεματίζειν τοὺς κηρύττοντάς τι πέραν τοῦ ἅπαξ διὰ παντὸς ἀποδεδεγμένου ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι πάντοτε καθῆκον».
Ἴσως νὰ εἴπῃ τις, ὅτι οἱ καιροὶ ἔχουν ἀλλάξει καί, ὅτι αἱ αἱρέσεις δὲν εἶναι τώρα τόσον κακόβουλοι καὶ καταστρεπτικαί, ὅσον εἰς τὰς ἡμέρας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἀλλὰ οἱ Διαμαρτυρόμενοι, οἱ ἀρνούμενοι τὴν προσκύνησιν τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων, οἱ μὴ ἀναγνωρίζοντες τὴν χάριν τῆς Ἱεραρχίας ἢ οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, οἵτινες ἐπενόησαν νέας πλάνας, μήπως εἶναι ἐγγύτερον πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἀπὸ ὅ,τι ἦσαν οἱ Ἀρειανοὶ ἢ οἱ Ἡμιαρειανοί;
Ἂς παραδεχθῶμεν ὅμως, ὅτι οἱ σύγχρονοι ὀπαδοὶ τῶν αἱρέσεων δὲν διάκεινται τόσον ἐχθρικῶς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὅσον οἱ τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς. Αὐτὸ δὲν ὀφείλεται εἰς τὸ ὅτι αἱ ἀπόψεις των εἶναι ἐγγύτεραι πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν, ἀλλὰ διότι ὁ Προτεσταντισμὸς καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς τοὺς ἐκαλλιέργησαν τὴν πεποίθησιν, ὅτι δὲν ὑφίσταται Μία καὶ Ἀληθὴς ἐπὶ τῆς γῆς Ἐκκλησία, παρὰ μόνον κοινότητες ἀνθρώπων πλανώμεναι εἰς διάφορον βαθμόν. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ καθ᾿ ἑαυτὴν πνίγει κάθε ζῆλον ὁμολογίας ἐκείνου, ὅπερ ἀναγνωρίζεται ὡς ἀλήθεια καὶ διὰ τοῦτο οἱ σύγχρονοι αἱρετικοὶ ἔχουν μορφὴν ὀλιγώτερον λυσσώδη ἀπὸ τοὺς τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς. Ἀλλ᾿ ἡ τοιαύτη ἀδιαφορία διὰ τὴν ἀλήθειαν εἶναι ἀπὸ πολλὰς ἐπόψεις χειροτέρα τῆς ἱκανότητος νὰ ὑπερασπίζεταί τις μὲ ζῆλον πλάνην τινὰ παραδεδεγμένην ὡς ἀλήθειαν. Ὁ Πιλᾶτος, ποὺ ρώτησε «τί ἐστιν ἀλήθεια;», δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ μεταστραφῇ, ἀλλ᾿ ὁ διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ Σαῦλος ἔγινεν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ διὰ τοῦτο διαβάζομεν εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν τοὺς φοβεροὺς λόγους τοῦ Ἀγγέλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λαοδικείας: «Οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστός. Οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» (Ἀποκαλ. γʹ 15-16). Ὁ Οἰκουμενισμὸς κάμνει τὸ Π.Σ.Ε. κοινωνίαν, εἰς τὴν ὁποίαν κάθε μέλος, μὲ ἀδιαφορίαν ὡς τῆς Λαοδικείας διὰ τὴν ἀλήθειαν, ἀναγνωρίζει ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἄλλους ὡς εὑρισκομένους ἐν τῇ πλάνῃ καὶ φροντίζει μόνον νὰ εὕρῃ διατυπώσεις ἀποδεκτὰς ἀπὸ ὅλους. Ἆρά γε εἶναι ἐδῶ ἡ θέσις ὡς ὀργανικοῦ μέλους τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἥτις πάντοτε ὁμολογεῖ ὅτι εἶναι ἁγία μὴ ἔχουσα σπίλον, διότι Κεφαλή της εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; (Ἐφ. εʹ 27). Ὁ 61ος Κανὼν τῆς Καρθαγένης λέγει περὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι αὕτη εἶναι «ἡ περιστερὰ» (Ἆσμα Ἀσμάτων στʹ 9), ἡ μόνη «μητέρα τῶν Χριστιανῶν, ἐν ᾗ πάντα τὰ ἁγιάσματα σωτηριωδῶς αἰώνια καὶ ζωτικὰ παραλαμβάνονται, ἅτινα τοῖς ἐπιμένουσιν ἐν τῇ αἱρέσει μεγάλην τῆς καταδίκης τὴν τιμωρίαν πορίζουσιν».

9. Ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία δὲν ἀντεπροσωπεύθη νομίμως καὶ κανονικῶς

    Θεωροῦμεν, ἐπίσης, ὡς καθῆκον ἡμῶν νὰ δηλώσωμεν, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀναγνωρισθῇ, ὅτι ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία ἀντεπροσωπεύθη νομίμως καὶ κανονικῶς εἰς τὰς Πανορθοδόξους Διασκέψεις, τὰς συγκαλουμένας ὑπὸ τῆς Αὐτοῦ Παναγιότητος τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου. Οἱ Ἐπίσκοποι ἐκεῖνοι, ποὺ συμμετέχουν εἰς τὰς Διασκέψεις αὐτὰς ἐν ὀνόματι τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Μητροπολίτην Νικόδημον, δὲν ἀντιπροσωπεύουν τὴν αὐθεντικὴν Ρωσικὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ μόνον τοὺς ἐπισκόπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τῇ εὐδοκίᾳ τῶν ἀθέων ἀρχῶν φέρουν τοὺς τίτλους γνωστῶν ἐπισκοπῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Μᾶς ἐδόθη ἤδη ἡ εὐκαιρία νὰ γράψωμεν περὶ τούτου πολὺ ἐκτενέστερον πρὸς τὴν Αὐτοῦ Παναγιότητα τὸν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν. Ἡ συμμετοχὴ τῶν προσώπων αὐτῶν εἰς διασκέψεις εἰς τὸ ἐξωτερικὸν γίνεται μόνον ἐφ᾿ ὅσον αὕτη εἶναι ἀρεστὴ εἰς τὰς πολιτικὰς ἀρχάς, τὰς πλέον σκληρὰς εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ κόσμου.
Ἐνώπιον αὐτῶν ὠχριοῦν αἱ ἀγριότητες τοῦ Νέρωνος καὶ τὸ μῖσος κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου. Ἆρά γε, δὲν πρέπει νὰ ἀποδώσωμεν ἐν πολλοῖς εἰς τὴν ἐπίδρασιν τῶν ἀπεσταλμένων τῶν Σοβιετικῶν ἀρχῶν ὅλας τὰς πολιτικὰς ἀποφάσεις τῆς Συνελεύσεως τῆς Οὐψάλης, αἱ ὁποῖαι ἐπαναλαμβάνουν σειρὰν συνθημάτων πολὺ γνωστῶν ἀπὸ τὴν κομμουνιστικὴν προπαγάνδαν ἐν τῇ Δύσει;
Τελειώνων τὸν λόγον του ὁ προεδρεύων Dr. Payne, εἶπεν ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέον ἐνεργῶς νὰ ἐπιδεικνύῃ τὴν συμπάθειαν τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν ἔχοντα ἀνάγκην κόσμον» (σελ. 272). Ἀλλ᾿ οὔτε αὐτὸς οὔτε ἄλλος κανεὶς εἶπε μίαν λέξιν περὶ τῶν ἑκατομμυρίων μαρτυρησάντων Χριστιανῶν εἰς τὴν Σοβιετικὴν Ἕνωσιν. Οὐδεὶς ἐξεστόμισε μίαν λέξιν συμπαθείας διὰ τὴν τύχην των.

10. Ἔνοχος ἡ σιωπὴ τῶν μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε. διὰ τοὺς διωγμοὺς τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τῶν ἀθέων Κομμουνιστῶν

    Καλὴ εἶναι ἡ ἐκδήλωσις συμπαθείας διὰ τοὺς πεινῶντας ἐν Μπιάφρᾳ, διὰ τοὺς συνεχῶς ὑποφέροντας ἀπὸ τὰς συνεχεῖς ἐνόπλους συγκρούσεις εἰς τὴν Μέσην Ἀνατολὴν ἢ εἰς τὸ Βιετνάμ. Καλύπτει ὅμως ὅλην τὴν ἀνθρώπινον θλῖψιν τῶν ἡμερῶν μας; Εἶναι δυνατὸν τὰ μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. νὰ ἀγνοοῦν ἐντελῶς τοὺς διωγμοὺς τῆς Θρησκείας εἰς τὴν Σοβιετικὴν Ἕνωσιν; Ἀγνοοῦν, ὅτι ἡ ἀνομία βασιλεύει ἐκεῖ; Ἀγνοοῦν εἰς πόσον πολλὰς χιλιάδας ἀνέρχονται οἱκεκλεισμένοι καὶ κατεστραμμένοι Ναοί; Ἀγνοοῦν, ὅτι οἱ Μάρτυρες διὰ τὴν πίστιν ἀνέρχονται ἐκεῖ εἰς ἑκατομμύρια, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἐκδίδεται καὶ ὅτι ἡ διάδοσίς της τιμωρεῖται μὲ καταναγκαστικὰ ἔργα;
Ἀγνοοῦν, ὅτι ἐκεῖ ἀπαγορεύεται ἡ διδασκαλία εἰς τὰ παιδία τῶν βασικῶν ἀρχῶν τῆς Θρησκείας καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὴν θείαν Λατρείαν; Ἀγνοοῦν τὰς χιλιάδας τῶν ἐξορισθέντων διὰ τὴν πίστιν, ὡς καὶ τὰ ἁρπαγέντα ἀπὸ τοὺς γονεῖς των παιδία, διὰ νὰ μὴ τύχουν θρησκευτικῆς ἀνατροφῆς; Πάντα ταῦτα εἶναι βεβαίως γνωστὰ εἰς ὅλους ὅσοι παρακολουθοῦν τὸν ἡμερήσιον τύπον, ἀλλὰ περὶ αὐτῶν δὲν γίνεται λόγος εἰς καμμίαν ἀπόφασιν τοῦ Π.Σ.Ε. Οἱ Οἰκουμενικοὶ ἱερεῖς καὶ λευῖται ἀντιπαρέρχονται ἐν σιωπῇ καὶ ἄνευ ἐνδιαφέροντος, μὴ ρίπτοντες οὔτε ἓν βλέμμα εἰς τοὺς Χριστιανοὺς τοὺς ὑπὸ τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως καταδιωκομένους. Τηροῦν σιγήν, διότι οἱ ἐπίσημοι ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, καίτοι εἶναι προφανές, ἀρνοῦνται τὴν ὕπαρξιν τῶν τοιούτων διωγμῶν πρὸς ἱκανοποίησιν τῶν πολιτικῶν των Ἀρχῶν. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν εἶναι ἐλεύθεροι. Ἑκόντες ἄκοντες ἀναγκάζονται νὰ λέγουν ὅ,τι τοὺς ὑπαγορεύει ἡ Κομμουνιστικὴ Μόσχα. Τὸ βάρος τῶν διωγμῶν τοὺς καθιστᾷ ἀξίους μᾶλλον συμπαθείας ἢ κατακρίσεως. Ὄντες ὅμως ἠθικοὶ αἰχμάλωτοι τῶν ἀθέων δὲν δύνανται νὰ εἶναι ἀληθεῖς ἐκπρόσωποι τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς ὑποφερούσης καὶ στερουμένης δικαιωμάτων, τῆς ἐξαναγκασθείσης εἰς σιγὴν καὶ ὁδηγηθείσης εἰς κατακόμβας καὶ φυλακάς.

11. «Ἐπίσκοπος κοσμικοῖς ἄρχουσι χρησάμενος...καθαιρείσθω καὶ ἀφοριζέσθω...»

    Ὁ ἀποθανὼν Πατριάρχης Σέργιος καὶ ὁ νῦν Παριάρχης Ἀλέξιος [Αʹ, † 1970] δὲν ἐξελέγησαν κατὰ τοὺς ἐκπονηθέντας κανονισμοὺς ὑπὸ τῆς Πανρωσσικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Συνόδου τοῦ 1917 ἅμα τῇ ἐπανιδρύσει τοῦ Πατριαρχείου, ἀλλὰ κατὰ διαταγὴν τοῦ Στάλιν, τοῦ ἀγριωτέρου διώκτου τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ ἱστορίᾳ.
Δύνασθε νὰ φαντασθῆτε Ἐπίσκοπον Ρώμης, ἐκλεγέντα τῇ ὑποδείξει τοῦ Νέρωνος; Ἀλλ᾿ ὁ Στάλιν ἦτο ἐν πολλοῖς χειρότερος αὐτοῦ.
Οἱ ὑπὸ τοῦ Στάλιν ἐκλεγέντες ἱεράρχαι ἔπρεπε νὰ ὑποσχεθοῦν ὑπακοὴν εἰς τὴν ἄθεον κυβέρνησιν, τῆς ὁποίας σκοπός, κατὰ τὸ κομμουνιστικὸν πρόγραμμα, εἶναι ἡ ἐξάλειψις τῆς Θρησκείας. Ὁν νῦν Πατριάρχης Ἀλέξιος ἔγραψεν εἰς τὸν Στάλιν ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατον τοῦ προκατόχου του, ὅτι θὰ παρέμενε πιστὸς εἰς τὴν κυβέρνησίν του.
«Ἐνεργῶν ἐν πλήρει συμφωνίᾳ μὲ τὸ Συμβούλιον διὰ τὰς ὑποθέσεις τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μὲ τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τὴν συσταθεῖσαν ὑπὸ τοῦ πρώην Πατριάρχου, θὰ προφυλαχθῶ ἀπὸ σφάλματα καὶ παραπατήματα».
Ὅλοι γνωρίζουν, ὅτι «σφάλματα καὶ παραπατήματα» εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν κυρίων τῆς Μόσχας σημαίνουν οἱανδήποτε παρέκκλισιν ἀπὸ τὰς ἐντολὰς τῶν κομμουνιστικῶν ἀρχῶν.
Λυπούμεθα τὸν ἀτυχῆ γέροντα, δὲν δυνάμεθα ὅμως νὰ τὸν ἀναγνωρίσωμεν κανονικὸν Ἀρχηγὸν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας θεωροῦμεν ἑαυτοὺς ἀναπόσπαστον μέρος. Εἰς τὸν Πατριάρχην Ἀλέξιον καὶ εἰς τοὺς συνεργάτας του ἀναφέρεται ἡ κύρωσις τοῦ 30οῦ Ἀποστολικοῦ Κανόνος, ὡς καὶ τοῦ 3ου τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Εἴ τις Ἐπίσκοπος κοσμικοῖς ἄρχουσι χρησάμενος δι᾿ αὐτῶν ἐγκρατὴς Ἐκκλησίας γένοιτο, καθαιρείσθω καὶ ἀφοριζέσθω, καὶ οἱ κοινωνοῦντες αὐτῷ πάντες».
Ὁ Ἐπίσκοπος Δαλματίας Νικόδημος [Μίλας] εἰς τὸ σχόλιόν του εἰς τὸν 30ὸν Ἀποστολικὸν Κανόνα λέγει: «Ἐὰν ἡ Ἐκκλησία κατέκρινε τὴν παράνομον ἐπιρροὴν τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν διὰ τὸν διορισμὸν τοῦ Ἐπισκόπου εἰς ἐποχήν, καθ᾿ ἣν οἱ ἄρχοντες ἦσαν Χριστιανοί, πόσον περισσότερον ἑπομένως ὤφειλεν αὕτη νὰ τὴν κατακρίνῃ, ὅταν οὗτοι ἦσαν εἰδωλολάτραι». Τί νὰ εἴπωμεν, ὅταν διορίζουν πατριάρχην καὶ ἐπισκόπους οἱ φανεροὶ καὶ στρατευμένοι ἐχθροὶ πάσης θρησκείας;

12. Ἡ σύγχρονος Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν!

    Ὅταν ἕνα μέρος τοῦ Ρωσικοῦ Ἐπισκοπάτου μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν προηγούμενον Πατριάρχην, τότε Μητροπολίτην Σέργιον, ἠκολούθησε τὴν ὁδὸν τῆς συμφωνίας μὲ τοὺς ἀθέους ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας τὸ 1927, ἓν μέγα καὶ τὸ ἐγκυρότερον μέρος τοῦ Ἐπισκοπάτου μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Μητροπολίτην Ἰωσὴφ τοῦ Πέτρογραδ καὶ τὸν πρῶτον ὑποψήφιον τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος διὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ Τοποτηρητοῦ, Μητροπολίτην Κύριλλον τοῦ Καζάν, δὲν συνεφώνησαν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ὁδὸν αὐτήν, προτιμήσαντες τὴν ἐξορίαν καὶ τὸ μαρτύριον. Ὁ Μητροπολίτης Ἰωσὴφ εἶχεν ἤδη ἀπὸ τότε καταλήξει εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι, ὑπαρχούσης κυβερνήσεως, ἥτις φανερῶς ἔθετεν ὡς σκοπόν της τὴν ἐκρίζωσιν τῆς θρησκείας διὰ παντὸς μέσου, ἡ νομικὴ ὕπαρξις τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καθίσταται σχεδὸν ἀδύνατος ἄνευ μεγάλων καὶ ἁμαρτωλῶν συμβιβασμῶν. Διὰ τοῦτο οὗτος ἤρχισε κρυφίως νὰ χειροτονῇ Ἐπισκόπους καὶ Ἱερεῖς, συγκροτήσας τὴν μέχρι σήμερον ὑφισταμένην ἐν κρυπτῷ Ἐκκλησίαν τῶν Κατακομβῶν.
Οἱ ἄθεοι σπανίως ἀναφέρουν τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Κατακομβῶν, φοβούμενοι μήπως τῆς δώσουν πολλὴν δημοσιότητα. Μόνον σπανιώτατα εἰς τὸν σοβιετικὸν τύπον ἀναφέρεται δίκη οἱουδήποτε ἐκ τῶν μελῶν της. Ἀλλὰ περὶ αὐτῆς ὁμιλοῦν τὰ ἐγχειρίδια διὰ τοὺς ἐργαζομένους διὰ τὴν διάδοσιν τῆς ἀθεΐας εἰς τὴν Σοβιετικὴν Ἕνωσιν. Ἐπὶ παραδείγματι, στοιχειώδεις πληροφορίαι περὶ τῆς κρυφῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς ὑπὸ τὸ ὄνομα «Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», περιέχονται εἰς τὸ ἐγχειρίδιον τὸ τιτλοφορούμενον Slovar Ateista - Τὸ Λεξικὸν τοῦ Ἀθέου, ἐκδοθὲν εἰς Μόσχαν τὸ 1964. Χωρὶς ἀνοικτοὺς Ναοὺς καὶ εἰς κρυφὰς Συνάξεις, παρομοίας πρὸς τὰς τῶν Κατακομβῶν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, οἱ Ὁμολογηταὶ οὗτοι τῆς πίστεως τελοῦν τὰς ἱεροτελεστίας των ἀπαρατήρητοι ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμον. Οὗτοι εἶναι οἱ πραγματικοὶ ἀντιπρόσωποι τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅλον τὸ μεγαλεῖον τῶν ὁποίων θὰ γίνῃ γνωστὸν εἰς τὸν κόσμον μόνον μετὰ τὴν πτῶσιν τῶν κομμουνιστικῶν ἀρχῶν. Διὰ τὸν λόγον αὐτόν, ἂν καὶ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας μετέσχον εἰς τὰς ἀποφάσεις τῆς ἐν Γενεύῃ Πανορθοδόξου Συσκέψεως τὸ παρελθὸν ἔτος, ἡμεῖς ἀναγνωρίζομεν ὅλας τὰς ἀποφάσεις τῆς Διασκέψεως ταύτης καί, εἰδικῶς τὴν ἀπόφασιν ὅπως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γίνῃ ὀργανικὸν μέλος τοῦ Π.Σ.Ε., ὡς ληφθείσας ἄνευ τῆς συμμετοχῆς τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία αὕτη εἶναι ἐξηναγκασμένη νὰ τηρῇ σιγὴν καὶ ἡμεῖς, ὡς ἐλεύθεροι ἀντιπρόσωποι ἐκείνης, λυπούμεθα διότι ἐλήφθη μία τοιαύτη ἀπόφασις. Διαμαρτυρόμεθα κατηγορηματικῶς διὰ τὴν ἀπόφασιν αὐτήν, ὡς ἀντίθετον πρὸς αὐτὴν τὴν φύσιν τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

13. Τὸ δηλητήριον τῆς αἱρέσεως!

    Τὸ δηλητήριον τῆς αἱρέσεως δὲν εἶναι καὶ τόσον ἐπικίνδυνον, ὅταν κηρύττεται μόνον ἔξωθεν. Λίαν ἐπικίνδυνον ὅμως γίνεται τὸ δηλητήριον, τὸ ὁποῖον βαθμιαίως εἰσάγεται εἰς τὸν ὀργανισμὸν μὲ ὁλοὲν μεγαλυτέρας δόσεις ὑπὸ ἐκείνων πού, ὡς ἐκ τῆς θέσεώς των, δὲν ἔπρεπε νὰ εἶναι δηλητηριασταί, ἀλλὰ πνευματικοὶ ἰατροί. Εἶναι δυνατὸν οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι νὰ παραμένουν ἀδιάφοροι πρὸς τὸν κίνδυνον αὐτόν; Μήπως δὲν θὰ εἶναι πολὺ ἀργὰ νὰ προφυλάξωμεν τὰ λογικά μας πρόβατα, ὅταν οἱ λύκοι θὰ τὰ καταβροχθίζουν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ποιμένων των εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν μάνδραν των;
Μήπως δὲν φαίνεται ἤδη ἡ θεία μάχαιρα ὑψωμένη (Ματθ. ιʹ 34), διαχωρίζουσα τοὺς παραμένοντας πιστοὺς εἰς τὴν παραδοθεῖσαν πίστιν τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ -κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Παναγιωτάτου Πατριάρχου Ἀθηναγόρου εἰς τὸ Χαιρετιστήριον Μήνυμά του πρὸς τὴν Συνέλευσιν τῆς Οὐψάλης - θὰ ἐργάζωνται διὰ τὴν χάραξιν «νέας γραμμῆς τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως», πρὸς πραγματοποίησιν «τῆς γενικῆς χριστιανικῆς ἀνακαινίσεως καὶ ἑνότητος» εἰς τὴν ὁδὸν τῆς μεταρρυθμίσεως καὶ τῆς ἀδιαφορίας πρὸς τὴν ἀλήθειαν;

14. Διαμαρτυρόμεθα καὶ ἱκετεύομεν

    Ἐδείξαμεν ἀνωτέρω ἀρκετὰ σαφῶς, ὅτι αὕτη ἡ λεγομένη ἑνότης εἶναι ἑνότης οὐχὶ ἐν τῇ καθαρότητι τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἀναμίξει τοῦ λευκοῦ μετὰ τοῦ μέλανος, τοῦ καλοῦ μετὰ τοῦ κακοῦ, τῆς ἀληθείας μετὰ τῆς πλάνης.
Ἔχομεν ἤδη διαμαρτυρηθῆ κατὰ τῶν μὴ ὀρθοδόξων Οἰκουμενικῶν ἐνεργειῶν τῆς Αὐτοῦ Παναγιότητος τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰακώβου εἰς ἐπιστολάς, ἀποσταλείσας εἰς πολλοὺς ἐπισκόπους εἰς τὰς διαφόρους χώρας. Ἔχομεν δὲ λάβει ἀπὸ μερικὰς χώρας ἀπαν τήσεις, ὅτι συμφωνοῦν μεθʼ ἡμῶν.
Τώρα πλέον ἔφθασεν ὁ καιρὸς νὰ διαμαρτυρηθῶμεν ἔτι ἐντονώτερον, καὶ μετέπειτα ἀκόμη ἐντονώτερον, διὰ νὰ τεθῇ τέρμα εἰς τὴν ἐνέργειαν αὐτὴν τῆς δηλητηριάσεως, προτοῦ γίνῃ ἰσχυρά, ὡς ἔγιναν αἱ ἀρχαῖαι αἱρέσεις τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἢ Νεστοριανισμοῦ ἢ Εὐτυχιανισμοῦ, αἵτινες εἰς τὴν ἐποχήν των τόσον συνετάραξαν τὸ ὅλον σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ φαίνεται πρὸς στιγμὴν ὅτι ἡ αἵρεσις ἦτο ἱκανὴ νὰ ὑπερισχύσῃ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀπευθύνομεν τὴν ἔκκλησίν μας πρὸς ἅπαντας τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἱκετεύοντες αὐτοὺς ὅπως μελετήσουν τὸ.  θέμα τῆς παρούσης ἐπιστολῆς καὶ ὅπως ἐγερθοῦν εἰς προάσπισιν τῆς καθαρότητος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Τοὺς ἱκετεύομεν ἐπίσης θερμῶς, ὅπως προσεύχωνται διὰ τὴν Ρωσικὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, τὴν τόσον ὑποφέρουσαν ἀπὸ τοὺς ἀθέους, ἵνα ὁ Κύριος περικόψῃ τὰς ἡμέρας τῆς δοκιμασίας της καὶ καταπέμψῃ εἰς αὐτὴν τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὴν εἰρήνην.


† Μητροπολίτης ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ

Ἐν Νέᾳ Ὑόρκῃ, τῇ 14/27ῃ Ἰουλίου 1969,
Κυριακῇ τῶν  Ἕξι Οἰκουμενικῶν Συνόδων


· · • • • ✤ • • • · ·


Καλλινίκου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου (ἐπιμελ.), Ὀρθόδοξος Μαρτυρία- Ἀντιοικουμενιστικὰ κείμενα..., σελ. 22-39, Ἅγιον Ὄρος - Ἀθῆναι 1985.

Οἱ ὑπότιτλοι ἐντὸς τοῦ κειμένου εἶναι τῆς συντάξεως τῆς Ἐφημερίδος «Ὀρθόδοξος Τύπος», ὅπου δημοσιεύθηκε τὸ κείμενο στὰ ἑλληνικὰ (ἀρ.φ. 113/1.1.1970, σελ.1 καὶ 3).
Τὸ κείμενο, ἄνευ ὑποτίτλων, δημοσιεύθηκε καὶ στὸ περιοδ. «Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας» (Ἐκκλησίας Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος), ἀριθ. φ. 579-580/15.12.1969, σελ. 1-8.
Ἡ μετάφρασις ὅμως τῆς «Φωνῆς τῆς Ὀρθοδοξίας» εἶναι διαφορετικὴ στὴν ἀπόδοσί της σὲ πολλὰ σημεῖα, καὶ ἔτσι ἐλήφθη ὑπʼ ὄψιν συνδυαστικά, γιὰ τὴν ἀκριβέστερη ἀπόδοσι τοῦ νοήματος στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα τοῦ τόσο σημαντικοῦ αὐτοῦ Κειμένου. Ἐπίσης, ἐλήφθη πρὸς τοῦτο ὑπʼ ὄψιν καὶ ἡ ἀγγλικὴ μετάφρασις αὐτοῦ.


Πηγή:
© Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος καὶ Ἐκδόσεις Γεώργιος Χοροζίδης
Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς
Ἕνας Σύγχρονος Ἀσκητὴς καὶ Ὁμολογητὴς Ἱεράρχης (1903 – 1985)
Φυλὴ Ἀττικῆς 2015
Σέ μορφή PDF:



Share:

Ο Αγιος Ιωαννης Μαξιμοβιτς ευλογει

Ο Αγιος Φιλαρετος Μητροπολιτης Νεας Υορκης ευλογει

π. Βαρθολομαιος κολαζει τον λαο

αυτοαποκαλυψη του "μεγαλυτερου αιρετικου ολων των αιωνων" (κατα θεολογου Νικ. Σωτηροπουλου)

Ολη η αληθεια - η ομολογια του θεολογου Νικ. Σωτηροπουλου

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ

Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία·
οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας·
ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, καὶ σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα·
εἰ δὲ καλέσει καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα.
(Ιωσήφ Βρυέννιου)

Ἐκκλησίας οὐδέν ἴσον. Μή μοί λέγε τείχη καί ὄπλα. Τείχη μέν γάρ τό χρόνω παλαιοῦνται, ἡ Ἐκκλησία δέ οὐδέποτε γηρά. Τείχη βάρβαροι καταλύουσιν, Ἐκκλησίας δέ οὐδέ δαίμονες περιγίνονται. Καί ὅτι οὗ κόμπος τά ρήματα, μαρτυρεῖ τό πράγμα. Πόσοι ἐπολέμησαν τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ οἱ πολεμήσαντες ἀπώλοντο. Αὕτη δὲ ὑπὲρ τῶν οὐρανῶν ἀναβέβηκεν. Τοιοῦτον ἔχει μέγεθος ἡ Ἐκκλησία· πολεμουμένη νικᾶ· ἐπιβουλευομένη περιγίνεται· ὑβριζομένη, λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα, καὶ οὐ καταπίπτει ὑπὸ τῶν ἐλκῶν· κλυδωνίζεται, ἀλλ’ οὐ καταποντίζεται· χειμάζεται, ἀλλὰ ναυάγιον οὒχ ὑπομένει· παλαίει, ἀλλ’ οὒχ ἡττᾶται· πυκτεύει, ἀλλ’ οὐ νικᾶται. Διὰ τί οὖν συνεχώρησε τὸν πόλεμον; Ἵνα δείξη λαμπρότερον τὸ τρόπαιον. (Αγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου)


baustelle

ΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός

Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς, ὅτι ὅσον ἀποδιίσταμαι τούτου (σ.σ. του Πατριάρχου) και τῶν τοιούτων (σ.σ. των ενωτικών), ἐγγίζω τῶ Θεῶ και πᾶσι τοῖς πιστοῖς και ἁγίοις Πατράσι. Και ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῆ ἀληθεία και τοῖς ἁγίοις Πατράσι τοῖς θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας.
(P.G. 160, 536 C-D)